Κριτικές και εναλλακτικές προσεγγίσεις. Κριτική ψυχιατρική. Κριτική ψυχολογία

Η αντιψυχιατρική στην "εποχή της αμφισβήτησης"

Βιωματικές μαρτυρίες

Σελίδες από την ιστορία της τρέλας

Τρέλα και Τέχνη / Τρέλα και Λογοτεχνία

Art Brut / Ακατέργαστη Τέχνη

Από τον μύθο του Λυκάονα στην κλινική λυκανθρωπία • Περιγραφές λυκανθρωπίας από γιατρούς και συγγραφείς της ύστερης αρχαιότητας και του Βυζαντίου

Χρήστος Μπελόπουλος         

    Ο μύθος του Λυκάονα και οι καταδίκες της Ιεράς Εξέτασης


    Η λυκανθρωπία, η δυνατότητα ενός ανθρώπου να μεταμορφωθεί σε λύκο, συναντάται στους μύθους και τις δοξασίες πάμπολλων λαών. Από την αρχαία Ελλάδα μάς είναι γνωστή η ιστορία του Λυκάονα, του μυθικού βασιλιά της Αρκαδίας, ο οποίος για να διαπιστώσει αν ο Δίας που τον είχε επισκεφθεί με τη μορφή ενός χωρικού ήταν πράγματι θεός, τού προσέφερε ως γεύμα τις μαγειρεμένες σάρκες ενός νεαρού ομήρου (ή ενός παιδιού, ή, ίσως, του πιο μικρού του γιού, του Νύκτιμου - όπως μαθαίνουμε από τις διάφορες παραλλαγές του μύθου).[1] Ο Δίας εξοργισμένος από την ασεβή και φρικαλέα πράξη του βασιλιά κατέστρεψε με τους κεραυνούς του το παλάτι και μεταμόρφωσε τον Λυκάονα σε άγριο λύκο.[2]

"Δίας και Λυκάων" (1636-1638)
Jan Cossiers (Γιαν Κόσσιερς),
Μουσείο Πράντο
    Η πίστη στη λυκανθρωπία συνεχίστηκε καθ' όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας. Ο Ηρόδοτος γράφει για τους Νευρούς, μια φυλή που ζούσε κοντά στις ακτές του Ευξείνου Πόντου, τα μέλη της οποίας είχαν τη δυνατότητα μια φορά το χρόνο με μαγικά μέσα να μεταμορφώνονται σε λύκους, και λίγες μέρες αργότερα να ξαναπαίρνουν την αρχική τους μορφή. Ο ίδιος πάντως δηλώνει πως δεν πολυπιστεύει την ιστορία παρόλο που την είχε ακούσει από πολλούς Έλληνες και Σκύθες.[3]

    Αργότερα ο Βάρρων, ο μεγάλος Λατίνος συγγραφέας του 2ου/1ου π.Χ. αιώνα, περιέγραψε την ιστορία τού πυγμάχου Δημαίνετου που μεταλλάχθηκε σε λύκο, όταν κατά τις τελετές προς τιμήν του Λυκαίου Διός (στις οποίες γίνονταν ανθρωποθυσίες) έφαγε ανθρώπινη σάρκα. Ο Δημαίνετος μετά από δέκα χρόνια ξαναπήρε την ανθρώπινη μορφή του και στέφθηκε νικητής στους Ολυμπιακούς αγώνες. Την ιστορία αναπαραγάγει ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος ("Φυσική ιστορία")[4] και ο Άγιος Αυγουστίνος ("Η πολιτεία του θεού").[5]

    Μετά την επικράτηση του χριστιανισμού, η λυκανθρωπία συνδέθηκε με την μαγγανεία και τα έργα του σατανά. Κατά τον μεσαίωνα και μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα στις καθολικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπου επικρατούσε η Ιερά Εξέταση, χιλιάδες "λυκάνθρωποι" καταδικάστηκαν σε θάνατο και οδηγηθήκαν στην πυρά. Μόνο στη Γαλλία, ο διαβόητος ιεροεξεταστής Ανρί Μποκέ (Henry Boguet), "ειδικός" σε θέματα λυκανθρωπίας, υπερηφανευόταν ότι έστειλε στην πυρά 600 λυκανθρώπους από το 1598 έως το 1616![6]
• • • • •

    Κλινική λυκανθρωπία


    Παράλληλα με τη θρησκευτική και τη δαιμονολογική εξήγηση της λυκανθρωπίας (η λυκανθρωπία ως τιμωρία του θεού ή ως συμμαχία με τον διάβολο) συνυπήρχε, από την κλασσική αρχαιότητα[7] και μετά, και μια περισσότερο ορθολογική αντίληψη που στεκόταν κριτικά απέναντι στους μύθους και τις παράδοξες ιστορίες, και (προς το τέλος της προχριστιανικής εποχής) κατέληξε να θεωρεί την λυκανθρωπία εκδήλωση ψυχικής ασθένειας ("κλινική λυκανθρωπία").

    Τον 1ο μ.Χ αιώνα ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος κατακρίνει όσους πιστεύουν ακόμη ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν ένας άνθρωπος να μεταμορφωθεί πραγματικά σε λύκο, και ο γιατρός Αρεταίος ο Καππαδόκης επιχειρεί να περιγράψει και να εξηγήσει ιατρικά τη λυκανθρωπία. Όπως υπάρχουν άνθρωποι, γράφει, που νομίζουν πως είναι καμωμένοι από γυαλί και φοβούνται μη σπάσουν, έτσι υπάρχουν και άνθρωποι που πιστεύουν ότι είναι λύκοι και συμπεριφέρονται όπως τα άγρια αυτά ζώα. Συχνάζουν τις νύκτες στα νεκροταφεία και σε εγκαταλελειμμένους τόπους, με μάτια άγρια και σκοτεινά, παραμορφωμένα χαρακτηριστικά και πόδια καταπληγωμένα από τις δαγκωματιές των σκύλων. Ουρλιάζουν φρικτά και επιτίθενται σε κοπάδια ζώων και σε ανθρώπους για να ικανοποιήσουν τα αιμοβόρα τους ένστικτα κατασπαράζοντάς τους.[8]

    Μια παρόμοια περιγραφή της λυκανθρωπίας έδινε στο διδακτικό του ποίημα "Ιατρικά" και ο Μάρκελλος ο Σιδήτης, γιατρός και ποιητής του 2ου μ.Χ. αιώνα. Ο Μάρκελλος ήταν ίσως ο πρώτος γιατρός που κατέταξε τη λυκανθρωπία στη μελαγχολία και πρότεινε θεραπευτικά μέσα αντιμετώπισης της, μεταξύ των οποίων πρωτεύοντα ρόλο είχαν οι ισχυρές και παρατεταμένες αφαιμάξεις. Οι απόψεις του Μάρκελλου (που έσωσε σε πεζό λόγο ο Αέτιος ο Αμιδηνός) επηρέασαν τον Ορειβάσιο και μέσω αυτού όλους τους μεταγενέστερους συγγραφείς της ύστερης αρχαιότητας και του Βυζαντίου.

    Η κλινική περιγραφή της λυκανθρωπίας παρέμεινε σχεδόν αναλλοίωτη (με ελάχιστες αλλαγές ή προσθήκες) από την εποχή του Αρεταίου και του Μάρκελλου μέχρι το τέλος του Βυζαντίου και υιοθετήθηκε από του Άραβες και τους γιατρούς της Δύσης. Προς το τέλος της βυζαντινής εποχής, όπως μαρτυρεί το κείμενο ενός ανώνυμου συγγραφέα, το οποίο και παραθέτουμε στη συνέχεια, η λυκανθρωπία μετατοπίζεται από τη μελαγχολία προς τη μανία. Το ίδιο συμβαίνει και στη Δύση με τον Robert Barton, ο οποίος στο μνημειώδες έργο του "Η ανατομία της μελαγχολίας" (1621) θεωρεί τη λυκανθρωπία κλινική μορφή μανίας.[9] Αργότερα η ψυχιατρική του 19ου αιώνα θα κατατάξει τη λυκανθρωπία στις ψυχώσεις.

Η "λυκανθρωπία" του Ναβουχοδονόσορα (William Blake)


Τα περί λυκανθρωπίας κείμενα των βυζαντινών γιατρών

(ΟρειβάσιοςΑέτιοςΠαύλος ΑιγινήτηςΙωάννης ΑκτουάριοςΑνώνυμος)

Πηγή: Sententiae Αntiquae   

    • Ορειβάσιος (4ος αι. μ.Χ.)


    Περὶ λυκανθρωπίας.

    Οἱ τῇ λυκανθρωπίᾳ κατεχόμενοι νυκτὸς ἐξίασι τὰ πάντα λύκους μιμούμενοι καὶ μέχρις ἡμέρας περὶ μνήματα διατρίβουσιν. γνωριεῖς δὲ τὸν οὕτω πάσχοντα διὰ τῶνδε· ὠχροὶ τυγχάνουσι καὶ ὁρῶσιν ἀδρανὲς καὶ ξηροὺς τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχουσι καὶ οὐδὲ δακρύουσιν· θεάσῃ δ’αὐτῶν κοίλους τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τὴν γλῶσσαν ξηροτάτην, καὶ σίελον οὐδ’ ὅλως προχωροῦν αὐτοῖς· εἰσὶ δὲ καὶ διψώδεις καὶ τὰς κνήμας διὰ τὸ πολλάκις προσπταίειν ἀνιάτως ἡλκωμένας ἴσχουσιν.

    τοιαῦτα μὲν αὐτῶν τὰ γνωρίσματα· γινώσκειν δὲ χρὴ εἶδος μελαγχολίας εἶναι τὴν λυκανθρωπίαν, ἣν θεραπεύσεις κατὰ τὸν χρόνον τῆς ἐπισημασίας τέμνων φλέβα καὶ κενῶν τοῦ αἵματος ἄχρι λειποθυμίας καὶ διαιτῶν τὸν κάμνοντα εὐχύμοις τροφαῖς. κεχρήσθω δὲ τοῖς λουτροῖς γλυκέσιν· εἶτ’ ὀρῷ γάλακτος χρησάμενος ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας κάθαιρε τῇ διὰ τῆς κολοκυνθίδος ἱερᾷ, καὶ δεύτερον καὶ τρίτον· μετὰ δὲ τὰς καθάρσεις καὶ τῇ διὰ τῶν ἐχιδνῶν θηριακῇ χρήσῃ καὶ τὰ ἄλλα παραλήψῃ ὅσα ἐπὶ τῆς μελαγχολίας εἴρηται. ἐπερχομένης δ’ ἤδη τῆς νόσου τοῖς ὕπνους ἐμποιεῖν εἰωθόσιν ἐπιβρέγμασι χρήσῃ· καὶ ὀπίῳ δὲ χρῖσον ὦτα καὶ μυκτῆρας εἰς ὕπνον τρεπομένοις.
• • • • •

    • Αέτιος ο Αμιδηνός (6ος αι. μ.Χ.)


    Περὶ λυκανθρωπίας ἤτοι κυνανθρωπίας Μαρκέλλου.

    οἱ τῇ λεγομένῃ κυνανθρωπίᾳ ἤτοι λυκανθρωπίᾳ νόσῳ κατεχόμενοι κατὰ τὸν Φευρουάριον μῆνα νυκτὸς ἐξίασι τὰ πάντα μιμούμενοι λύκους ἢ κύνας καὶ μέχρις ἡμέρας περὶ τὰ μνήματα μάλιστα διατρίβουσι. γνωρίσεις δὲ τοὺς οὕτω πάσχοντας διὰ τῶνδε· ὠχροὶ τυγχάνουσι καὶ ὁρῶσιν ἀδρανὲς καὶ ξηροὺς τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχουσι καὶ οὐδὲν δακρύουσι. θεάσῃ δὲ αὐτῶν καὶ κοίλους τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ γλῶσσαν ξηρὰν καὶ οὐδὲ ὅλως σίελον προχέουσιν. εἰσὶ δὲ καὶ διψώδεις καὶ τὰς κνήμας ἔχουσιν ἡλκωμένας ἀνιάτως διὰ τὰ συνεχῆ πτώματα καὶ τῶν κυνῶν τὰ δήγματα.

    τοιαῦτα μὲν αὐτῶν τὰ γνωρίσματα· γινώσκειν δὲ χρὴ μελαγχολίας εἶδος εἶναι τὴν λυκανθρωπίαν, ἣν θεραπεύσεις κατὰ τὸν χρόνον τῆς ἐπισημασίας τέμνων φλέβα καὶ κενῶν τοῦ αἵματος ἄχρι λειποθυμίας καὶ διαιτῶν τὸν κάμνοντα ταῖς εὐχύμοις τροφαῖς. κεχρήσθω δὲ λουτροῖς γλυκέσιν, εἶτα ὀρρῷ γάλακτος χρησάμενοϲ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας κάθαιρε τῇ διὰ τῆς κολυκυνθίδος ἱερᾷ ῾Ρούφου ἢ ᾿Αρχιγένους ἢ ᾿Ιούστου, δεύτερον καὶ τρίτον παρέχων ἐκ διαστημάτων. μετὰ δὲ τὰς καθάρσεις καὶ τῇ διὰ τῶν ἐχιδνῶν θηριακῇ χρηστέον. καὶ τὰ ἄλλα παραληπτέον ὅσα ἐπὶ τῆϲ μελαγχολίας προείρηται. εἰς ἑσπέραν δὲ ἐπερχομένης ἤδη τῆς νόσου τοῖς ὕπνον εἰωθόσιν ἐμποιεῖν ἐπιβρέγμασι τῆς κεφαλῆς χρῆσθαι καὶ ὀσφραντοῖς τοιούτοις καὶ ὀπίῳ διαχρίειν τοὺς μυκτῆραϲ, ἐνίοτε δὲ καὶ ποτίζειν τινὰ τῶν ὑπνωτικῶν.
• • • • •

    • Παύλος o Αιγινήτης (7ος αι. μ.Χ.)


    Περὶ λυκάονος ἢ λυκανθρώπου. 

    Οἱ τῇ λυκανθρωπίᾳ κατεχόμενοι νυκτὸς ἐξίασι τὰ πάντα λύκους μιμούμενοι καὶ μέχρις ἡμέρας περὶ τὰ μνήματα διατρίβουσι. γνωριεῖς δὲ τὸν οὕτω πάσχοντα διὰ τῶνδε· ὠχροὶ τυγχάνουσι καὶ ὁρῶσιν ἀδρανὲς καὶ ξηροὺς τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχουσι καὶ τὴν γλῶσσαν ξηροτάτην, καὶ σίελον οὐδ’ ὅλως προχωροῦν αὐτοῖς· εἰσὶ δὲ καὶ διψώδεις, καὶ τὰς κνήμας διὰ τὸ πολλάκις προσπταίειν ἀνιάτως ἡλκωμένας ἴσχουσιν.

    τοιαῦτα μὲν τὰ γνωρίσματα· γινώσκειν δὲ χρὴ εἶδος μελαγχολίας εἶναι τὴν λυκανθρωπίαν, ἣν θεραπεύσεις κατὰ τὸν χρόνον τῆς ἐπισημασίας τέμνων φλέβα καὶ κενῶν τοῦ αἵματοϲ ἄχρι λειποθυμίας καὶ διαιτῶν τὸν κάμνοντα ταῖς εὐχύμοις τροφαῖς· κεχρήσθω δὲ τοῖς λουτροῖς γλυκέσιν. εἶτα ὀρῷ γάλακτος χρησάμενος ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας κάθαιρε τῇ διὰ τῆς κολοκυνθίδοϲ ἱερᾷ καὶ δεύτερον καὶ τρίτον· μετὰ δὲ τὰς καθάρσεις καὶ τῇ διὰ τῶν ἐχιδνῶν θηριακῇ χρήσῃ καὶ τὰ ἄλλα παραλήψῃ, ὅσα ἐπὶ τῆς μελαγχολίας εἴρηται. ἐπερχομένης δὲ ἤδη τῆς νόσου τοῖς ὑπνοποιεῖν εἰωθόσιν ἐπιβρέγμασι χρήσῃ· καὶ ὀπίῳ δὲ χρῖσον τοὺς μυκτῆρας εἰς ὕπνον τρεπομένοις.
• • • • •

    • Ιωάννης Ακτουάριος (13ος/14ος αι. μ.Χ)


    Ταύτης δέ γε εἶδος καὶ ἡ λυκανθρωπία καλουμένη, ἀναπείθουσα τοὺς ἁλόντας μέσον νυκτῶν ὧδε κἀκεῖσε περιϊέναι, ἔν τε μνήμασι καὶ ἐρημίαις κατὰ τοὺς λύκους, μεθ’ ἡμέραν δὲ ἐπιστρέφειν τε καὶ πρὸς ἑαυτοὺς γίνεσθαι, καὶ οἴκοι διατρίβειν. ἀλλ’ οἵδε μέν, τούς τε πόδας καὶ τὰς κνήμας ἔχουσιν ἡμαγμένους τῷ προσπταίειν τοῖς λίθοις καὶ ταῖς ἀκάνθαις, καὶ ξηροὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τὴν γλῶτταν καὶ διψώδεις, καὶ ἀδρανὲς βλέπουσιν. ἐῶ δὲ λέγειν ὅσα πάσχουσιν ἕτεροι, ὧν οἱ μὲν ἀεὶ τὸν θάνατον φοβούμενοι διατελοῦσιν, οἱ δ’ αὖ τούτου ἐπιθυμοῦντες, ὥσπερ ἕτεροι τὰς τῶν πολλῶν ὁμιλίας φεύγουσι, καὶ ἄκραν σιωπὴν ἀσκοῦσιν, αὖθις δὲ ἕτεροι, ἢν μὴ ὁμιλῶσιν ἄλλοις καὶ διαχεόμενοι ὦσι, θορυβούμενοί τε καὶ ἐκθαμβούμενοι. καὶ ταῦτα γίνεται παρὰ τὸ ποιὸν τοῦ ἐνοχλοῦντος χυμοῦ, ἔτι τε τὸν τόπον, ὃν ἐγγίσας ἐρεθίζει καὶ διανιστᾷ τὴν κατ’ ἐκείνον τῆς ψυχῆς ἐνέργειαν.
• • • • •

    • Ανώνυμος (άγνωστης εποχής)


    Εἶδος μανίας ἐστὶν ἡ λυκανθρωπία, καὶ νυκτὸς ἐξίασι τὰ πάντα καὶ τάφους διατρίβουσι. γνωριεῖς δὲ τοὺς οὕτω πάσχοντας. τοῖς δὲ ὠχροὶ τυγχάνουσιν καὶ ὁρῶσιν ἁδρανὲς καὶ ξηροὺς τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχουσι, οὔτε δακρύουσιν οὔτε ὑγραίνονται. θεάσῃ δὲ αὐτῶν καὶ κοίλους τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τὸ πρόσωπον ὑγρὸν καὶ τὴν γλῶτταν ξηροτάτην καὶ σιέλον οὐδ’ ὅλως προχωρῶν αὐτοῖς. εἰσὶ δὲ καὶ διψώδεις ξηροὶ καὶ τὰς κνήμας, διὰ τὸ πολλάκις προςπίπτειν ἀνία αὐτοὺς καὶ ἑλκομένας ἔχουσιν. ἴδια δὲ σημεῖα τῶν μελαγχολικῶν τότε κατισχναίνειν τὸ σῶμα καὶ μελαγχολικὸν εἶναι τῇ φύσει, ἢ καὶ ἐξεπήκτη (;) τὸν διά τινος φροντίδος ἢ ἀγρυπνίας ἢ μοχθηρῶν σιτίων ἢ προφορᾶς ἢ ἐπίσχεσιν αἱμορροΐδων καὶ καταμηνίων γυναικῶν. τοιαῦτα μὲν δεῖ συμβαίνειν καὶ τὰ τῆς λυκανθρωπίας σημεῖα.

    Πῶς οὖν θεραπεύσεις. Κατὰ μὲν οὖν τὸν πρῶτον χρόνον τῆς ἐπισημασίας τέμνω φλέβα τὴν ἐξ ἀγκώνων καὶ κενῶ τοῦ αἵματος ἄχρι λειποθυμίας καὶ διαίτησιν τὸν κάμνοντα ταῖς εὐχύμοις τροφαῖς· καὶ χρῆσθαι λουτροῖς γλυκέσι ἢ ὀρρῷ γάλακτος χρησάμενος ἐπὶ τρίτην ἡμέραν. καὶ καθαίρων δὲ τῇ διὰ τῆς κολοκυνθίδος ἱερᾷ καὶ β′ καὶ γ′ καὶ μετὰ τὰς καθάρσεις τῇ διὰ τῶν ἐχιδνῶν θηριακῇ χρήσομαι καὶ τὰ ἄλλα παραλήψομαι ὅσα ἐπὶ τῆς μελαγχολίας εἴρηται καὶ τὰς αἰμορροΐδας ἀναστομῶσαι καὶ καταμήνια γυναικῶν προπέσθαι κελεύω διὰ τὴν τούτων ἐπίσχεσιν, τὴν γεγενημένην εἰς τὸ πάθος· ἀγαθὰ δὲ καὶ αἱ διουρητικαὶ δυνάμεις καὶ τῶν ἱδρώτων κάθαρσις.
 • • • • • /

Γκραβούρα του Lucas Mayer που αναπαριστά τον βασανισμό, τον αποκεφαλισμό
και το κάψιμο τού πτώματος του διαβόητου λυκάνθρωπου Πίτερ Στούμπ
(Peter Stumbb) που το 1589 καταδικάστηκε από το δικαστήριο της Κολωνίας για
τον φόνο 13 παιδιών τα οποία και καταβρόχθισε



    Σημειώσεις


1. Pierre Grimal, "Λυκάονας", Λεξικό της ελληνικής και ρωμαϊκής μυθολογίας, USP, 1991.

2. Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, βιβλίον πρώτον, 216-239.

3. Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 4.105.2:
«λέγονται γὰρ ὑπὸ Σκυθέων καὶ Ἑλλήνων τῶν ἐν τῇ Σκυθικῇ κατοικημένων ὡς ἔτεος ἑκάστου ἅπαξ τῶν Νευρῶν ἕκαστος λύκος γίνεται ἡμέρας ὀλίγας καὶ αὖτις ὀπίσω ἐς τὠυτὸ ἀποκατίσταται. ἐμὲ μέν νυν ταῦτα λέγοντες οὐ πείθουσι, λέγουσι δὲ οὐδὲν ἧσσον, καὶ ὀμνῦσι δὲ λέγοντες.»

4. Jan Bremmer - Jan Veenstra, The metamorphosis of magic from late antiquity to the early modern period, p. 142, Peeters Publishers, 2002.
• Η ιστορία του πυγμάχου από την Παρρασία της Αρκαδίας που μεταμορφώθηκε σε λύκο αναφέρεται και από τον Παυσανία ("Ελλάδος περιήγησις", 6.8.2), μόνο που ο Παυσανίας τον αποκαλεί Δάμαρχο.

5. Άγιος Αυγουστίνος, Η πολιτεία του Θεού [De civitate Dei], 18.17.

6. Alexandre Baratta - Luisa Weiner, "La lycanthropie: Du mythe a la pathologie", L'information psychiatrique, 2009, vol. 85, p. 675-679.

7. «Ποια λοιπόν είναι η αρχή της μεταβολής από τον προστάτη στον τύραννο; Δεν είναι, όταν αρχίσει ο προστάτης να κάνει το ίδιο μ' εκείνο που συμβαίνει, κατά τον μύθο, στο ιερό του Λυκαίου Διός στην Αρκαδία; Ότι τάχα εκείνος που γευθεί από ένα ορισμένο ανθρώπινο σπλάχνο, που είναι κομμένο και ανακατωμένο μέσα σε πολλά άλλα σπλάχνα των άλλων θυμάτων, αναπότρεπτα μεταβάλλεται σε λυκο.»
(Πλάτων, Πολιτεία, 565d. Βιβλιοθήκη αρχαίων συγγραφέων - Ι. Ζαχαρόπουλος)

8. Cécile Imbert-Collée, "La lycanthropie". Στο: Jacques Postel - Claude Quétel, Nouvelle histoire de la psychiatrie, p. 93, édit. Dunod, 2012.

9. Alexandre Baratta - Luisa Weiner, ό.π..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου