Antoine Wiertz, "Faim, Folie, Crime", 1853 Musée Antoine Wiertz / Μουσείο Αντουάν Βιέρτς, Βρυξέλλες |
Μια μικρή αδειανή και μισοερειπωμένη καλύβα...
Από την τρύπα που χάσκει στην οροφή φαίνεται ένα κομμάτι ουρανού και το γυμνό διχαλωτό κλαδί ενός δένδρου -αναφορά, σύμφωνα με τον Σάντερ Γκίλμαν, στο διχαλωτό ραβδί, εικαστικό σύμβολο από παλιά της τρέλας (αλλά και του δαίμονα) πριν αντικατασταθεί οριστικά από την "μαρόττα" (το σκήπτρο των μπουφόνων που είχε στο ένα άκρο του μια σκαλισμένη κεφαλή).[1] Πάνω στο τραπέζι ένα αδειανό κοφίνι, ένα λερωμένο πριν από μέρες πιάτο, ένα σαπισμένο μήλο, και κάτω στο πάτωμα ριγμένη μια αίτηση για οικονομική βοήθεια που δεν έφθασε ποτέ.
Μια νεαρή γυναίκα με φθαρμένα στους αγκώνες ρούχα κάθεται σε ένα πεζούλι. Έχει το στερεμένο από την ασιτία στήθος της γυμνό, σημάδι πως μόλις πριν από λίγο προσπάθησε μάταια να θηλάσει το νεογέννητο μωρό της. Γελά με ένα γέλιο τρελό: Στο ένα της χέρι κρατά ένα ματωμένο μαχαίρι και στα γόνατά της το άψυχο σώμα του μωρού τυλιγμένο με ένα λευκό πανί ματωμένο στο ύψος των ποδιών του. Το κομμένο πόδι του μικρού παιδιού -γκροτέσκα λεπτομέρεια- προεξέχει από μια χύτρα κρεμασμένη στο τζάκι. Αποκάτω της, καπνίζουν προσπαθώντας να ανάψουν τα κομμάτια ενός σπασμένου επίπλου μαζί με το παπούτσι της γυναίκας (ο μονοσάνδαλος, ένα ακόμη σύμβολο της παραφροσύνης).
Ο σχεδόν σουρεαλιστικός αυτός πίνακας φιλοτεχνημένος το 1853 από τον δημοκράτη ανθρωπιστή και πολέμιο της θανατικής ποινής Βέλγο ζωγράφο Αντουάν Βιέρτς (Antoine Wiertz, 1806-1865) είναι ένα σχόλιο για τα κοινωνικά αίτια της τρέλας, μια καταγγελία των κοινωνικών και οικονομικών πιέσεων (φτώχεια, ατίμωση, εγκατάλειψη…) που οδηγούσαν κάποιες φορές, μέσα σε μια στιγμή ακραίας απελπισίας, μέσα σε μια στιγμή "παροδικής παραφροσύνης", νεαρές ανύπαντρες φτωχές γυναίκες προερχόμενες το πιο συχνά από τη μικρή αγροτιά, εγκαταλειμμένες από τον άνδρα που αγάπησαν, αποδιωγμένες από την οικογένεια τους που δεν μπορούσε να δεχθεί την "ατίμωση" και αβοήθητες από την κοινωνία και το κράτος, στην αποτρόπαια πράξη της βρεφοκτονίας.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα, η βρεφοκτονία τιμωρούνταν στο Βέλγιο και στη Γαλλία με τη θανατική ποινή (κάποιες φορές με το μαρτύριο της "γκαρότας") ακόμη κι αν το έγκλημα ήταν αποδεδειγμένα μη προμελετημένο. Στη βαρβαρότητα της θανατικής ποινής αντιτασσόταν "φωτισμένοι" δικαστές και νομικοί, όπως και ένα σημαντικό μερίδιο των απλών ανθρώπων. Αναγνώριζαν στις άτυχες βρεφοκτόνες μητέρες ελαφρυντικά, περισσότερο θύματα οι ίδιες παρά θύτες, και ζητούσαν να αντιμετωπίζονται με κατανόηση και επιείκεια από τον Νόμο.[2] Το κίνημα αυτό (που πέτυχε τους στόχους του προς τα τέλη του αιώνα) έρχεται να ενισχύσει συνειδητά ο πίνακας του Βιέρτς.
εικόνες της τρέλας και της μελαγχολίας
1. Sander Gilman, Seeing the insane - A visual and cultural history of our attitudes toward the mental ill, p. 209. Echo Point Books & Media, 2014.
• Alvise Sforza Tarabochia, "The staff of madness: The visualization of insanity and the othering of the insane", History of Psychiatry 32(2), 2021.
2. Marie-Sylvie Dupont-Bouchat, "Victimes ou coupables ? La loi et la justice face à l’infanticide en Belgique au xixe siècle". Από τον συλλογικό τόμο Femmes et justice pénale, Presses universitaires de Rennes, 2002.
Σχετικές αναρτήσεις
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου