Η διάγνωση της "κατάθλιψης" είναι σήμερα η πιο διαδεδομένη ψυχιατρική διάγνωση και ο αριθμός των ανθρώπων που παίρνουν αντικαταθλιπτικά αυξάνεται συνεχώς και με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας το 5% του παγκόσμιου ενήλικου πληθυσμού "μαστίζεται" από την "επιδημία της κατάθλιψης", με τα ποσοστά να είναι πολύ υψηλότερα στις δυτικές χώρες και σε ορισμένες ομάδες του πληθυσμού: στις γυναίκες, στους εφήβους, στους φοιτητές και στους ηλικιωμένους.
Πως όμως φτάσαμε σ' αυτήν την ανησυχητική κατάσταση, σ' αυτήν την επιδημία διαγνώσεων κατάθλιψης όταν μέχρι τη δεκαετία του 1950 η κατάθλιψη ήταν μια σχετικά σπάνια ασθένεια που αφορούσε ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων;
Ο Αμερικανός ψυχολόγος-ψυχοθεραπευτής Γκάρυ Γκρίνμπεργκ στο βιβλίο του "Η βιομηχανία της κατάθλιψης"[1] (ο τίτλος του οποίου παραπέμπει στη "Βιομηχανία της τρέλας"[2] του Τόμας Σας) παρουσιάζει με πολλές λεπτομέρειες την πορεία των ψυχιατρικών ιδεών (από τον 19ο αιώνα και μετά), και πως αυτή (παρακάμπτοντας ή διαστρέφοντας τις θέσεις του Σίγκμουντ Φρόυντ και του Άντολφ Μέγιερ) κατέληξε στη σύγχρονη μονοδιάστατη ψυχιατρική αντίληψη για την κατάθλιψη ως "ασθένεια" του εγκεφάλου, ως ασθένεια που οφείλεται στην χημική ανισορροπία κάποιων νευροδιαβιβαστών, η οποία μπορεί να διορθωθεί με τη λήψη "αντικαταθλιπτικών" φαρμάκων.
Η θεωρία της χημικής ανισορροπίας πρωτοδιατυπώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, λίγα χρόνια μετά την επινόηση των πρώτων "αντικαταθλιπτικών" και υιοθετήθηκε άμεσα από τη φαρμακευτική βιομηχανία, η οποία αντιλήφθηκε ότι χημικές ουσίες που η ίδια ονόμασε αυθαίρετα "αντικαταθλιπτικά" θα μπορούσαν να γίνουν μια μεγάλη πηγή εσόδων, αν κατόρθωνε να πείσει τους γιατρούς και τους πάσχοντες ότι η δυσαρέσκεια, η απογοήτευση, η απαισιοδοξία, ο πεσιμισμός και τα συναφή "αρνητικά" συναισθήματα δεν ήταν αποτέλεσμα ανθρωπίνων σχέσεων, ματαιώσεων και κοινωνικών πιέσεων αλλά αποτέλεσμα μιας βιοχημικής δήθεν ανωμαλίας για την οποία κανείς δεν ήταν υπεύθυνος και την οποία προσφερόταν να θεραπεύσει με τα θαυματουργικά νέα της φάρμακα.
Χαρακτηριστική λεπτομέρεια της πολυέξοδης και επιτυχημένης αυτής διαφημιστικής προπαγάνδας, που ξεκίνησε τότε και συνεχίζεται αδιαλείπτως μέχρι σήμερα, είναι το βιβλίο "Αναγνωρίζοντας τον καταθλιπτικό ασθενή…" ['Recognizing the depressed patient: With essentials of management and treatment'] που έγραψε το 1961 ο επικεφαλής των κλινικών δοκιμών της αμερικανικής φαρμακοβιομηχανίας Merck (η οποία είχε πάρει άδεια την προηγούμενη χρονιά για την κυκλοφορία του τρικυκλικού "αντικαταθλιπτικού" ονόματι Elavil), 50.000 αντίτυπα του οποίου μοίρασε δωρεάν η εταιρεία σε γενικούς γιατρούς των ΗΠΑ για να μάθουν να αντιλαμβάνονται τη δυστυχία και τα δικαιολογημένα παράπονα των ανθρώπων ως συμπτώματα "κατάθλιψης". (Τα περισσότερα αντικαταθλιπτικά παγκοσμίως συνταγογραφούνται όχι από ψυχιάτρους αλλά από γενικούς γιατρούς και γυναικολόγους.)
Η διαφημιστική εκστρατεία των φαρμακευτικών εταιρειών εντάθηκε κατά τη δεκαετία του 1990 (απευθυνόμενη πλέον όχι μόνον στους επαγγελματίες αλλά και στο ευρύτερο κοινό) με την εμφάνιση στην αγορά του Prozac/Ladose ("το χάπι της ευτυχίας') και των άλλων "εκλεκτικών αναστολέων επαναπρόσληψης της σεροτονίνης" που, υποτίθεται, είχαν λιγότερες παρενέργειες και άρα μπορούσαν να συνταγογραφηθούν με μεγαλύτερη ευκολία και να γίνουν περισσότερο ανεκτά από τους λήπτες. Όπως έγραφε ο Φιλίπ Πινιάρ στο εξαίρετο και περιεκτικό βιβλίο του "Πως η κατάθλιψη έγινε επιδημία",[3] δημιουργήθηκε έτσι (με τη συμβολή φυσικά και των ψυχιατρικών επαγγελματικών ενώσεων προς δικό τους όφελος) ένας μηχανισμός που κάνει κάθε άνθρωπο που νιώθει αισθήματα θλίψης ή απογοήτευσης "να αρχίσει να αναρωτιέται και να θέλει να μάθει μήπως πρόκειται για αρχή μιας κατάθλιψης, μήπως πάσχει από έλλειψη σεροτονίνης, μήπως χρειάζεται να πάρει αντικαταθλιπτικά".
Και όλα αυτά ενώ οι κορυφαίοι της ψυχιατρικής γνώριζαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, αυτό που οι φαρμακευτικές εταιρείες γνώριζαν μυστικά εξ αρχής, ότι δηλαδή η θεωρία της χημικής ανισορροπίας ήταν ένας ψευδο-επιστημονικός μύθος: Τα ερευνητικά δεδομένα για την κατάθλιψη, παρά τις περί αντιθέτου επίσημες δημοσιεύσεις, ήταν στην πραγματικότητα, και εξακολουθούν να είναι, αντιφατικά. Οι άνθρωποι που διαγιγνώσκονταν με κατάθλιψη είχαν άλλοτε χαμηλότερα επίπεδα σεροτονίνης άλλοτε υψηλότερα και άλλοτε ισοϋψή με τους μη-πάσχοντες. Ανάλογα ήταν τα αποτελέσματα και για άλλους νευροδιαβιβαστές, όπως η νοραδρεναλίνη, που είχαν συσχετισθεί από τη φαρμακοβιομηχανία με την κατάθλιψη.[4] Μόνο που τα αποτελέσματα των αρνητικών ερευνών σπανίως δημοσιεύονταν στον ελεγχόμενο από τη φαρμακευτική βιομηχανία ιατρικό τύπο και ακόμη σπανιότερα έφταναν στα αυτιά της κοινής γνώμης.
Το ίδιο συνέβη και με τις έρευνες που διαπίστωναν τις δυνητικά σοβαρές παρενέργειες των αντικαταθλιπτικών και ιδιαίτερα των ευρέως συνταγογραφούμενων ακόμη και για ήπιες καταθλίψεις "εκλεκτικών αναστολέων επαναπρόσληψης της σεροτονίνης / νοραδρεναλίνης":
Μείωση της ενσυναίσθησης και γενικότερα της ικανότητας συναισθηματικής ανταπόκρισης, αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης βίαιων επιθετικών ή αυτοκτονικών παρορμήσεων ιδιαίτερα σε εφήβους και νεαρούς ενήλικες, εθιστική δράση που καθιστά πολλές φορές επίπονη και επικίνδυνη την απότομη διακοπή τους μετά από μακρόχρονη λήψη, και τέλος μειωμένη αν όχι ανύπαρκτη αποτελεσματικότητα παρά τις περί αντιθέτου εξαγγελίες... Είναι βέβαια αλήθεια ότι τα 2/3 περίπου των ανθρώπων που αρχίζουν να παίρνουν αντικαταθλιπτικά νιώθουν καλύτερα, αλλά όπως απέδειξαν ήδη από τις αρχές του 2000 οι έρευνες του Ίρβινγκ Κιρς, της Τζοάννα Μόνκριφ κ.ά., η όποια αποτελεσματικότητα τους οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στο φαινόμενο πλασέμπο, δηλαδή σε έναν ψυχολογικό παράγοντα που κινητοποιεί τις δυνατότητες αυτο-ίασης και όχι στην δραστική φαρμακευτική ουσία των φαρμάκων.[5]
Θέση που επιβεβαίωσε εμπειρικά και ο ίδιος ο Γκρήνμπεργκ, όταν κάποια εποχή που περνούσε και ο ίδιος μια περίοδο πεσιμισμού και αδράνειας συμμετείχε ως πάσχων σε κλινική δοκιμή που διεξήγαγε το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Προς μεγάλη έκπληξή του, όπως γράφει, η κατάστασή του χαρακτηρίστηκε από τους γιατρούς του Χάρβαρντ (μεταξύ των οποίων και ο ελληνικής καταγωγής Γιώργος Παπακώστας) όχι ως ήπια μορφή κατάθλιψης, αλλά ως "μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο" αποκλειστικά και μόνο με βάση τις απαντήσεις που έδωσε σε μια σειρά δομημένων ερωτηματολογίων, τις ερωτήσεις των οποίων περιγράφει με χιούμορ -και χωρίς ποτέ να λάβουν τον κόπο να συζητήσουν μαζί του για τις αιτίες και τις συγκυρίες που τον ώθησαν να νιώθει αυτό που ένιωθε. Κατά τη διάρκεια της κλινικής δοκιμής, ο Γκρήνμπεργκ άρχισε να νιώθει καλύτερα, στέλνοντας όμως για ανάλυση τα χάπια που του έδιναν ανακάλυψε ότι στην πραγματικότητα αυτά δεν ήταν παρά πλασέμπο, εικονικά φάρμακα χωρίς δραστική φαρμακευτική ουσία.
Το κυρίαρχο βιοϊατρικό μοντέλο της κατάθλιψης (η ιδέα ότι η ανθρώπινη δυστυχία, την οποία η ψυχιατρική και το διαπαιδαγωγημένο από την προπαγάνδα της φαρμακευτικής βιομηχανίας κοινό ονομάζει "κατάθλιψη", είναι μια πραγματική ασθένεια βιολογικής αιτιολογίας η οποία μπορεί να "θεραπευτεί" με φάρμακα) αμφισβητείται σήμερα όχι μόνον από τους συνήθεις υπόπτους, την μειοψηφία των κριτικών ψυχιάτρων ή των αντιψυχιάτρων παλαιότερα, αλλά και από εκπροσώπους της επίσημης ψυχιατρικής: Το Βασιλικό Κολλέγιο των Ψυχιάτρων (η βρετανική ψυχιατρική εταιρεία), για παράδειγμα, δεν αναφέρει πλέον στα ενημερωτικά του φυλλάδια τα μειωμένα επίπεδα σεροτονίνης ως πιθανή αιτία κατάθλιψης.[6]
Η βιοϊατρική αντίληψη παραμένει ωστόσο ακόμη χρήσιμη για το υπάρχον σύστημα, ιδιαίτερα μετά την επέλαση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που αύξησαν τις ανισότητες, την επισφάλεια, την αβεβαιότητα για το μέλλον. Ονομάζοντας "κατάθλιψη" τη δυσαρέσκεια και τον δικαιολογημένο πεσιμισμό των ανθρώπων τους εμποδίζουμε να αντιληφθούν τα κοινωνικά αίτια της δυστυχίας τους και να αναπτύξουν συλλογικές δράσεις ενάντια στις πραγματικές πηγές της οδύνης τους, παρατηρεί ο Γκρίνμπεργκ.
Ωστόσο, ο Γκρίνμπεργκ φαίνεται να αποδέχεται ότι υπάρχουν και ορισμένες μορφές βαριάς κατάθλιψης που θα μπορούσαν να είναι ασθένειες βιολογικής αιτιολογίας -χωρίς, όμως, να διευκρινίζει με ποια κριτήρια αυτές διαχωρίζονται από τις άλλες καταθλίψεις που ο ίδιος δικαίως δεν θεωρεί ασθένειες αλλά κατασκευές ή μεταφορές όπως θα έλεγε ο Τόμας Σας- και οι οποίες θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν με τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά ή ακόμη και με ηλεκτροσόκ (!): ατεκμηρίωτη παραχώρηση στις απόψεις τις κυρίαρχης ψυχιατρικής.
Συμπερασματικά: Ένα βιβλίο κριτικής το οποίο, ενσωματώνοντας τις απόψεις που εξέφρασαν παλαιότερα ο Ντέιβιντ Χίλι, η Τζοάννα Μόνκριφ, ο Ίρβινγκ Κιρς και πολλοί άλλοι κριτικοί ψυχίατροι και ψυχολόγοι, καταγγέλλει την ιατρικοποίηση της ψυχικής οδύνης και δυσφορίας και αποδεικνύει την ελλιπή επιστημονική τεκμηρίωση των κυρίαρχων ψυχιατρικών θέσεων· ένα βιβλίο που έρχεται να προστεθεί στη φτωχή ελληνική κριτική βιβλιογραφία και που, παρά τις όποιες ενστάσεις, αξίζει να διαβαστεί όχι μόνον από τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας αλλά και από όσους παροτρύνονται ή σκέφτονται να καταφύγουν στα αντικαταθλιπτικά. [7]
• • • • • • •
Σχετικές αναρτήσεις:
|
|
|
Σημειώσεις
1. Γκάρι Γκρίνμπεργκ (Gary Greenberg), Η βιομηχανία της κατάθλιψης - η άγνωστη ιστορία μιας σύγχρονης ασθένειας [Manufacturing depression - the secret history of a modern disease, 2010], εκδ. Homo Liber, 2023.
2. Thomas Szasz, Η βιομηχανία της τρέλας [The manufacture of madness - A comparative study of the inquisition and the mental health], εκδόσεις Ιανός, 1983. (Επανέκδοση: Εκδοτική Θεσσαλονίκης, 2006.)
3. Philippe Pignarre, Πώς η κατάθλιψη έγινε επιδημία [Comment la dépression est devenue une épidémie, 2001], εκδ. University Studio Press, 2007.
4. Κατάθλιψη και χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης· μια υπόθεση που στην πραγματικότητα δεν επαληθεύθηκε ποτέ
5. Irving Kirsch: Το φαινόμενο πλασέμπο, τα τεχνάσματα της φαρμακοβιομηχανίας και η κατασκευή του μύθου των αντικαταθλιπτικών ["The emperor’s new drugs. Exploding the antidepressant myth"]:
6. Joanna Moncrieff - Tom Stockman, "Τι κάνουν τα ψυχιατρικά φάρμακα ανά κατηγορία". Οδηγός για ψυχοθεραπευτές, Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2023.
7. Στα αρνητικά της ελληνικής έκδοσης κάποιες αρκετά τυπογραφικά λάθη που η επιμέλεια του κειμένου δεν κατόρθωσε εγκαίρως να εντοπίσει στην παρούσα πρώτη έκδοση του βιβλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου