Η ταινία αφηγείται την ιστορία μιας νεαρής κοπέλας, της Τζάνις, που ζει στα τέλη της δεκαετίας του 1960 σε ένα μουντό εργατικό προάστιο του Λονδίνου μαζί με τους υποταγμένους στις κοινωνικές συμβάσεις και στην υποκριτική ηθική της εποχής "φυσιολογικούς" γονείς της. Όταν η Τζάνις που προσπαθεί δειλά να αποστασιοποιηθεί και να επιλέξει το δικό της δρόμο μένει έγκυος, οι γονείς της την εξαναγκάζουν να υποβληθεί σε έκτρωση, "για το καλό της", και λίγο αργότερα, μετά από έναν έντονο καυγά και ένα βίαιο αλλά απόλυτα κατανοητό ξέσπασμά της, την οδηγούν στο ψυχιατρείο θεωρώντας ότι οι επιλογές και οι συμπεριφορές της δεν μπορεί παρά να είναι απόρροια κάποιας "αρρώστιας".
Στο ψυχιατρείο αρχικά την αναλαμβάνει ένας ριζοσπάστης ψυχίατρος, ο Μάικ, ο οποίος αμφισβητεί τις "θεραπείες" της κυρίαρχης ψυχιατρικής. Ο Μάικ έχει ιδρύσει μια πειραματική θεραπευτική μονάδα (που μας θυμίζει ανάλογες προσπάθειες που επιχείρησαν ο Ρόναλντ Λαινγκ και ο Ντέιβιντ Κούπερ στα παραδοσιακά ψυχιατρεία που εργάστηκαν πριν ιδρύσουν τις δικές τους αντιψυχιατρικές θεραπευτικές κοινότητες) και δεν θεωρεί τους νεαρούς "ασθενείς" του ως πραγματικά αρρώστους. Η διοίκηση όμως του Νοσοκομείου αποφασίζει γρήγορα να βάλλει τέρμα στους πειραματισμούς. Την Τζάνις αναλαμβάνει τώρα ένας "κανονικός" ψυχίατρος, ο οποίος δεν αργεί να διαγνώσει "σχιζοφρένεια" και να αρχίσει να της χορηγεί ισχυρές δόσεις ψυχοφαρμάκων και ηλεκτροσόκ. Η πορεία της Τζάνις προς τη χρονιότητα είναι πλέον προδιαγεγραμμένη… Στην τελευταία σκηνή της ταινίας η Τζάνις οδηγείται από μια νοσοκόμα σε ένα αμφιθέατρο μπροστά σε μια ομάδα συναισθηματικά αδιάφορων φοιτητών, μελλοντικών ψυχιάτρων. Η άβουλη, πειθήνια συμπεριφορά της και η άρνησή της να απαντήσει στις ερωτήσεις αποτελούν για τον αυτάρεσκο ψυχίατρό της χαρακτηριστικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας και όχι το αποτέλεσμα των βίαιων, αυταρχικών και εν τέλει αναποτελεσματικών ψυχιατρικών επεμβάσεων που υπέστη. (βλέπε: Robert Whitaker: Χρονιότητα και αντιψυχωτικά φάρμακα & Martin Harrow: Ανάρρωση χωρίς ψυχοφάρμακα).
Το σενάριο της ταινίας, γραμμένο από τον Ντέιβιντ Μέρσερ, βασίζεται στις αντι-ψυχιατρικές ιδέες του Ρόναλντ Λαινγκ και ιδιαίτερα στο βιβλίο "Η ψυχική ισορροπία, η τρέλα και η οικογένεια" που συνέγραψε το 1964 μαζί με τον Ααρών Έστερσον. Στο βιβλίο, προϊόν πενταετούς έρευνας, παρουσιάζονταν σχολιασμένα αποσπάσματα από τις συνομιλίες που είχαν οι συγγραφείς με ένδεκα νεαρές "σχιζοφρενείς" γυναίκες και με τα μέλη των οικογενειών τους. Διαβάζοντας τα αντιλαμβανόμαστε ότι η τρέλα (η "σχιζοφρένεια") θα μπορούσε, ίσως, να είναι κοινωνικά κατανοητή, λογική και δικαιολογημένη αν ιδωθεί μέσα στο πλαίσιο των ενδοοικογενειακών αλληλοεπιδράσεων που την παράγουν. «Αν εξετάσουμε την εμπειρία και τη συμπεριφορά των σχιζοφρενών», σημειώνουν, «χωρίς αναφορά στις οικογενειακές αλληλοεπιδράσεις, μπορεί να μας φανούν συγκριτικά κοινωνικά παράλογες. Αν, όμως, τις δούμε μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον όπου και εκδηλώθηκαν αρχικά, θα τις βρούμε πολύ λογικές.[…] Το βίωμα και η συμπεριφορά ενός προσώπου που έχει αρχίσει μια σταδιοδρομία ως διαγνωσμένος "σχιζοφρενικός", γίνεται απολύτως κατανοητό όταν φωτιστεί από την πράξη και την εξελικτική διαδικασία του οικογενειακού του πλέγματος».
Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Λαινγκ δεν θεωρούσε ότι η οικογένεια είναι ένας απαίσιος κατασταλτικός θεσμός και οι γονείς αποκλειστικά υπεύθυνοι για την σχιζοφρένεια των παιδιών τους, όπως συχνά κατηγορήθηκε. Αντίθετα, πίστευε ότι και οι γονείς ήταν και αυτοί θύματα της καταπίεσης των δικών τους γονιών και των κοινωνικών θεσμών γενικότερα, όπως και οι γονείς των γονιών τους κ.ο.κ. Δεν καταφέρθηκα ποτέ ενάντια στην οικογένεια, λέει σε μια συνέντευξή του (Οικογένεια και Ψύχωση), αλλά «κατήγγειλα τις κοινωνικές εκείνες διαδικασίες που μεταδίδονται μέσω του οικογενειακού συστήματος».
Χρήστος Μπελόπουλος
Δείτε επίσης:
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου