Robert Whitaker: Τα ψυχιατρικά φάρμακα και η αύξηση των ψυχικών ασθενειών. Μακροπρόθεσμες συνέπειες μιας βραχυπρόθεσμης αποτελεσματικότητας

(Αποσπάσματα από διάλεξη που έδωσε το 2012 ο Ρόμπερτ Γουίτακερ[1] μετά από πρόσκληση της ομάδας του "Δικτύου Ακούγοντας Φωνές" του Πόρτλαντ) [2]

Χρονιότητα και αντιψυχωτικά φάρμακα
Τι πραγματικά αποκαλύπτουν οι έρευνες για τα αντιψυχωτικά
Τι αποκαλύπτουν οι έρευνες για την κατάθλιψη και τη διπολική διαταραχή
Τι μπορούμε να κάνουμε

    Χρονιότητα και αντιψυχωτικά φάρμακα

    […] Για την επίσημη ιστορία της ψυχιατρικής, το 1955, όταν άρχισε να χορηγείται σε ασθενείς ψυχιατρικών ασύλων η χλωροπρομαζίνη, έγινε μια "μεγάλη ψυχοφαρμακολογική επανάσταση, ένα μεγάλο βήμα προόδου στη θεραπεία των ψυχικών διαταραχών: "Πριν το 1955", έγραφε για παράδειγμα το 1988 ο επικεφαλής των υγειονομικών υπηρεσιών των ΗΠΑ Ντέιβιντ Θάτσερ (David Thatcher), "η ψυχιατρική δεν διέθετε ακόμη τα μέσα για να εμποδίσει τους πάσχοντες να καταλήξουν χρόνιοι ασθενείς. Από τη στιγμή όμως που αποκτήσαμε τα κατάλληλα φάρμακα η χρονιότητα μπορούσε πλέον να αποτραπεί, και σήμερα διαθέτουμε μια μεγάλη ποικιλία ασφαλών και αποτελεσματικών φαρμάκων για έναν μεγάλο αριθμό καθορισμένων ψυχιατρικών διαταραχών".

    Ωστόσο [και παρά τους διθυράμβους της κατεστημένης ψυχιατρικής], ο αριθμός των ανθρώπων με ψυχιατρικές αναπηρίες δεν μειώθηκε αλλά αντίθετα αυξήθηκε στις ΗΠΑ από 1 στους 468 Αμερικανούς το 1955 σε 1 στους 184 το 1987... Σήμερα (2012) στις ΗΠΑ υπάρχουν πάνω από τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι που δικαιούνται επιδομάτων αναπηρίας εξαιτίας ψυχικών διαταραχών. Ο αριθμός τους τριπλασιάσθηκε μέσα σε μία μόνον εικοσαετία. […] 

    Προκύπτει λοιπόν το εύλογο ερώτημα: Εάν πράγματι τα φάρμακα ήταν, όπως ισχυρίζεται η επίσημη ιστορία της ψυχιατρικής, ένα τόσο μεγάλο βήμα προόδου για την αποφυγή της χρονιότητας γιατί το ποσοστό αναπηρίας που συνδέεται με τις ψυχικές ασθένειες εξακολουθεί να αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς; 

   Για παράδειγμα, πως προέκυψαν όλοι αυτοί οι διπολικοί ασθενείς; Πριν 40 χρόνια η διπολική διαταραχή ήταν μια εξαιρετικά σπάνια ασθένεια: Αφορούσε περίπου 1 στους 3.000 έως 1 στους 10.000 ενήλικες. Σήμερα είναι 1 στους 50. Από 1 στους 5.000 σε 1 στους 50 μέσα σε 40 χρόνια. Τί συμβαίνει λοιπόν; 

     Στο παρελθόν είχα πιστέψει κι εγώ ότι η σχιζοφρένεια ήταν ένα βιολογικό πρόβλημα, ένα πρόβλημα που οφειλόταν στην υπέρμετρη ντοπαµινεργική δραστηριότητα, και ότι τα αντιψυχωτικά διόρθωναν αυτήν την ανωμαλία μειώνοντας τη δραστηριότητα της ντοπαμίνης. Τα αντιψυχωτικά φάρμακα ήταν "όπως η ινσουλίνη για τον διαβητικό", και δεν αγγίζουμε φυσικά την ινσουλίνη του διαβητικού. Ήμουν δηλαδή ένας τέλειος πιστός!

    Αργότερα όμως έπεσα πάνω σε δύο ανατρεπτικές μελέτες που αμφισβητούσαν τις κυρίαρχες ψυχιατρικές πεποιθήσεις. Στη μία από αυτές, ερευνητές από την Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ διαπίστωναν το 1994 ότι η έκβαση των πασχόντων από σχιζοφρένεια είχε χειροτερέψει τα τελευταία είκοσι χρόνια [παρά την ευρεία χρήση αντιψυχωτικών] και μάλιστα δεν ήταν καλύτερη από ό,τι ήταν το 1900. Στην άλλη έρευνα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ.) μελετώντας την έκβαση της σχιζοφρένειας στις φτωχές χώρες -και συγκεκριμένα στις Ινδίες, την Κολομβία και τη Νιγηρία- διαπίστωσε ότι ήταν πολύ καλύτερη απ' ό,τι ήταν στις ΗΠΑ και σε άλλες έξι πλούσιες χώρες. Ο Π.Ο.Υ. συμπέρανε ότι το να ζει ένας πάσχοντας σε πλούσια χώρα ήταν "ισχυρός δείκτης πρόβλεψης ότι δεν θα ανάρρωνε ποτέ ολοκληρωτικά από τη σχιζοφρένεια". Μόνο το 16% των πασχόντων στις φτωχές χώρες έπαιρναν συστηματικά φάρμακα έναντι του 61% των πασχόντων στις πλούσιες χώρες. Άρχισα λοιπόν να αμφισβητώ ότι τα φάρμακα οδηγούν απαραιτήτως σε καλύτερα αποτελέσματα, και αυτός ήταν ο κύριος λόγος που με ώθησε να γράψω το βιβλίο μου "Mad in America" ['Τρελός στην Αμερική'].

• • • • •

    Όταν εξετάσει κανείς συστηματικά τα ερευνητικά δεδομένα, αντιλαμβάνεται ότι στην πραγματικότητα οι ερευνητές τού εγκεφάλου δεν βρήκαν ποτέ ότι τα άτομα που διαγιγνώσκονται με σχιζοφρένεια παρουσιάζουν υπέρμετρη ντοπαμινεργική δραστηριότητα. Όπως παραδέχθηκε και ο Στήβεν Χάιμαν (Steven Hayman), πρώην διευθυντής του αμερικανικού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας (NIMH), νευροεπιστήμονας και κοσμήτορας του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, "δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι αιτία της σχιζοφρένειας είναι μια ντοπαμινεργική βλάβη"

    Το Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας των ΗΠΑ κατέληξε το 1984 σε παρόμοιο συμπέρασμα και για την κατάθλιψη: "Δεν φαίνεται να είναι πρωταρχική αιτία της κατάθλιψης κάποια δυσλειτουργία του σεροτονινεργικού συστήματος". "Ψάξαμε πολύ να βρούμε απλές νευροχημικές εξηγήσεις για τις ψυχιατρικές διαταραχές, αλλά τελικά δεν μπορέσαμε να τις βρούμε", έγραφε το 2005 συνοψίζοντας όλη αυτή την προσπάθεια και ο Κέννεθ Κέντλερ (Kenneth Kendler), αρχισυντάκτης της επιθεώρησης Ψυχολογική Ιατρική [Psychological Medecine].
(σ.τ.μ.: Για περισσότερα βλέπε· Joanna Moncrieff, "Η κατάθλιψη και ο μύθος της σεροτονίνης")
 

• • • • •

    Εάν όμως τα ψυχοφάρμακα δεν ρυθμίζουν τις [υποτιθέμενες] χημικές ανισορροπίες, τότε τί πραγματικά κάνουν; 

    Ο εγκέφαλος είναι ένα όργανο που έχει την εξαιρετική ικανότητα να προσαρμόζεται προκειμένου να διατηρήσει τη φυσιολογική του λειτουργία. Έτσι όταν, για παράδειγμα, το Πρόζακ (φλουοξετίνη) αυξάνει τα επίπεδα σεροτονίνης, ο εγκέφαλος αρχίζει άμεσα να παράγει λιγότερη σεροτονίνη για να αντισταθμίσει την παρουσία του φαρμάκου. Οι υποδοχείς της σεροτονίνης μειώνονται και η πυκνότητα τους εμφανίζεται αφύσικα χαμηλή: Το φάρμακο επιχειρεί να αυξήσει την σεροτονινεργική δραστηριότητα, και ο εγκέφαλος αντισταθμίζει φρενάροντάς την. 

    Με τα αντιψυχωτικά παρατηρούμε την αντίστροφη διαδικασία. Ένα αντιψυχωτικό όπως το Haldol (αλοπεριδόλη) ή το Thorazine (χλωροπρομαζίνη) μπλοκάρει τους υποδοχείς της ντοπαμίνης. Σε απάντηση, οι προσυναπτικοί νευρώνες παράγουν περισσότερη ντοπαμίνη και αυξάνεται η πυκνότητα των υποδοχέων ντοπαμίνης. Τα νέα αντιψυχωτικά λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. 

    Τί συμβαίνει λοιπόν; Ο Στήβεν Χάιμαν (Steven Hyman) στο άρθρο του "Ένα παράδειγμα για να καταλάβουμε τη δράση των ψυχοτρόπων φαρμάκων" ['A Paradigm for Understanding Psychotropic Drug Action'] γράφει ότι τα ψυχιατρικά φάρμακα "διαταράσσουν τα συστήματα των νευροδιαβιβαστών του εγκεφάλου", τα οποία "προκειμένου να διατηρήσουν τη φυσιολογική ομοιόστασή τους… υφίστανται εν συνεχεία αντισταθμιστικές προσαρμογές". Εξαιτίας λοιπόν των φαρμάκων, ο εγκέφαλος αρχίζει να λειτουργεί με έναν τρόπο "διαφορετικό, ποιοτικά και ποσοτικά, από τον φυσιολογικό"

    Όλα αυτά βέβαια δεν σημαίνουν αναγκαστικά ότι τα φάρμακα είναι κάτι κακό. Σημαίνουν απλώς ότι δεν ομαλοποιούν κάποια λειτουργία, δεν ρυθμίζουν κάποια (υποτιθέμενη) ανισορροπία και δεν δρουν ως "αντίδοτα γνωστών ασθενειών". Και όταν ένα φάρμακο προκαλεί μια αφύσικη λειτουργία, ο κίνδυνος εμφάνισης παρενεργειών και προβλημάτων σε βάθος χρόνου είναι απόλυτα υπαρκτός. 

   Η πρόοδος στην ιατρική είναι συχνά αποτέλεσμα κατανόησης μιας παθολογικής διαδικασίας: ένα θαυματουργό χάπι εξουδετερώνει τη βακτηριακή λοίμωξη. Στον τομέα όμως της ψυχιατρικής δεν έχουμε ποτέ ανακαλύψει βιολογικές αιτίες για τη σχιζοφρένεια, την κατάθλιψη, τη διπολική διαταραχή ή οποιαδήποτε άλλη ψυχική πάθηση και δεν διαθέτουμε "αντίδοτα" γι' αυτές τις διαταραχές.

    Οι έρευνες για τα αντιψυχωτικά

    Ας θέσουμε λοιπόν κάποια ερωτήματα:
  - Πώς εξελίσσονταν οι ψυχικές διαταραχές στην προ των φαρμάκων εποχή;
  - Όταν άρχισαν να χορηγούνται φάρμακα οι κλινικοί γιατροί παρατήρησαν κάποια διαφορετική εξέλιξη στην πορεία της νόσου; Οι πάσχοντες πήγαιναν καλύτερα, ή υποτροπίαζαν περισσότερο από ό,τι πριν;
  - Τί αποκάλυψαν οι μακροχρόνιες τυχαιοποιημένες έρευνες; Παρατηρήθηκε μήπως αύξηση της χρονιότητας;
   -Και με τις σύγχρονες απεικονιστικές μεθόδους μήπως διαπιστώνουμε μορφολογικές και φυσικές διαταραχές στον εγκέφαλο των πασχόντων εξ αιτίας αυτών των φαρμάκων; 

    Από το 1945 μέχρι το 1955, στην προ-φαρμάκων εποχή, το 70 έως 75% των ανθρώπων που βίωναν για πρώτη φορά ένα σχιζοφρενικό επεισόδιο έβγαιναν από αυτό χωρίς να έχουν πάρει φάρμακα μέσα σε 12 με 18 μήνες. Και μόνον το 30% παρέμειναν νοσηλευόμενοι ως χρόνιοι ασθενείς. Πέντε χρόνια μετά την εκδήλωση της πρώτης ψυχωτικής κρίσης τα ποσοστά ανάρρωσης παρέμειναν εξίσου υψηλά: Το 70 με 75% ζούσαν μέσα στην κοινότητα, και ένα 50% περίπου εργάζονταν κανονικά. Δηλαδή: Πριν το 1955, στην προ-φαρμάκων εποχή, μόνον το 25 με 30% των πασχόντων σχιζοφρενών γίνονταν χρόνιοι ασθενείς: η μειοψηφία των πασχόντων, όχι η πλειοψηφία. 

    Εδώ ας κάνουμε μια παρένθεση: Ήταν άραγε τα φάρμακα που επέτρεψαν να ξεκινήσει η διαδικασία της αποιδρυματοποίησης, όπως ακούμε να λέγεται συχνά; Ο αριθμός των χρόνιων σχιζοφρενών στις ΗΠΑ το 1955, χρονιά που ξεκίνησε να χορηγείται το Thorazine, ήταν περίπου 260.000. Οκτώ χρόνια μετά παρέμεινε βασικά ο ίδιος. H αποϊδρυματοποίηση στις ΗΠΑ ξεκίνησε στην πραγματικότητα το 1965 όταν υιοθετήθηκαν [στο πλαίσιο του "πολέμου ενάντια στη φτώχεια" του Λύντον Τζόνσον] προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης (Medicare, Medicaid), όταν δηλαδή η ομοσπονδιακή κυβέρνηση συνεισφέροντας ουσιαστικά στις δαπάνες επέτρεψε στις πολιτειακές αρχές να αδειάσουν τα νοσοκομεία. Ήταν λοιπόν μια καθαρά πολιτική απόφαση που οδήγησε στην αποϊδρυματοποίηση και όχι η έλευση των ψυχοφαρμάκων, όπως μας λένε. 

    Υπάρχουν βέβαια κάποιες ενδείξεις υπέρ της βραχυπρόθεσμης χρήση αντιψυχωτικών φαρμάκων.  Για παράδειγμα, μελέτες που διεξήχθησαν τη δεκαετία του 1960 έδειξαν ότι οι πάσχοντες με πρώτο επεισόδιο σχιζοφρένειας που έπαιρναν φάρμακα μετά από έξι εβδομάδες τα πήγαιναν καλύτερα από τους πάσχοντες που λάμβαναν μόνο πλασέμπο (εικονικό φάρμακο). Αλλά αυτό ήταν μόνο το βραχυπρόθεσμο αποτέλεσμα. Τί συνέβαινε μακροπρόθεσμα; Μετά από έξι εβδομάδες, πράγματι, όσοι παίρνουν φάρμακα φαίνεται να τα πάνε καλύτερα. Αλλά μετά από έναν χρόνο, όπως αποκαλύφθηκε με την πρώτη κιόλας μεγάλης διάρκειας έρευνα που διεξήχθη, αυτοί που παίρνουν φάρμακα έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα επαναεισαγωγής στο νοσοκομείο από αυτούς που τα έχουν διακόψει εγκαίρως. 

• • • • •

    Τα στοιχεία για τις επιπτώσεις της μακροχρόνιας χρήσης αντιψυχωτικών προέρχονται κυρίως από μελέτες διακοπής των φαρμάκων. Πρόκειται για μελέτες στη διάρκεια των οποίων κάποιοι από τους πάσχοντες που ανταποκρίθηκαν καλά στα αντιψυχωτικά τα διακόπτουν απότομα, ενώ κάποιοι άλλοι εξακολουθούν να τα λαμβάνουν. Όπως θα μπορούσαμε να το προβλέψουμε, αυτοί που σταματούν απότομα τη θεραπευτική αγωγή υποτροπιάζουν σε μεγαλύτερο ποσοστό από αυτούς που τη συνεχίζουν. Οι ερευνητές θεώρησαν ότι οι υποτροπές αυτές ήταν απόδειξη επανάκαμψης της ασθένειας, και έτσι συμπέραναν ότι το φάρμακο αποτρέπει την επανεμφάνιση της ψύχωσης. Αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα με το συμπέρασμα αυτό καθόσον θα μπορούσε η υποτροπή να είναι συνέπεια της διακοπής των φαρμάκων και όχι απόδειξη επιστροφής της ασθένειας. […]

    Ξαναγυρνώντας πίσω σ' εκείνη την έρευνα τού 1960 που αποδείκνυε ότι μετά από ένα έτος οι πάσχοντες που λάμβαναν φαρμακευτική αγωγή παρουσίαζαν μεγαλύτερο ποσοστό επαναεισαγωγών, ανακαλύπτουμε ότι ήδη από τα πρώτα χρόνια της "εποχής των αντιψυχωτικών" η επιστημονική βιβλιογραφία διαπίστωνε ένα παράδοξο: αποτελεσματικότητα βραχυπρόθεσμα, αλλά και αυξημένη πιθανώς χρονιότητα μακροπρόθεσμα. Και πράγματι οι γιατροί άρχισαν σύντομα να βλέπουν στους υπό φαρμακευτική αγωγή ασθενείς τους το λεγόμενο "σύνδρομο της περιστρεφόμενης πόρτας". Βλέπανε δηλαδή τους ασθενείς τους να πηγαίνουν καλύτερα για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα όταν έπαιρναν φάρμακα, αλλά μετά από λίγο να είναι και πάλι πίσω στο νοσοκομείο. 

    Αρκετοί ερευνητές παρατήρησαν επιπροσθέτως ότι οι πάσχοντες που έπαιρναν φάρμακα παρουσίαζαν πολύ πιο σοβαρές υποτροπές. Ο Σάμουελ Μποκχόβεν (Samuel Bockhoven) διεξήγαγε μια αναδρομική μελέτη για λογαριασμό του αμερικανικού Εθνικού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας (NIMH) συγκρίνοντας πάσχοντες που το 1947 είχαν αντιμετωπισθεί χωρίς φάρμακα με πάσχοντες που λάμβαναν φάρμακα τη δεκαετία του 1960. Οι πάσχοντες τού 1947 τα πήγαιναν καλύτερα, ιδιαίτερα στον τομέα της λειτουργικότητας. Συμπέρανε: "Τα δεδομένα υποδεικνύουν ότι τα ψυχοτρόπα φάρμακα ίσως δεν είναι απαραίτητα. Η παρατεταμένη μετανοσηλευτική χορήγησή τους ενδέχεται να επιμηκύνει την κοινωνική εξάρτηση πολλών πασχόντων μετά την έξοδό τους από το νοσοκομείο." 

     Οι έρευνες του Εθνικού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας των ΗΠΑ

    Στην δεκαετία του 1970, το ΝΙΜΗ διεξήγαγε τρεις τυχαιοποιημένες μελέτες συγκρίνοντας πάσχοντες που είχαν τεθεί άμεσα σε φαρμακευτική αγωγή με αντιψυχωτικά με μια πειραματική ομάδα πασχόντων που δεν λάμβαναν καθόλου φάρμακα αλλά μόνον ψυχοκοινωνική υποστήριξη κατά τη διάρκεια της ψυχωτικής κρίσης τους. Εάν μετά από τέσσερις ή πέντε εβδομάδες η ψύχωσή τους δεν υποχωρούσε, τότε μόνον και οι πάσχοντες της πειραματικής ομάδας τίθενταν σε φαρμακευτική αγωγή.[...}  Και στις τρεις αυτές μελέτες η πειραματική ομάδα είχε καλύτερα συνολικά αποτελέσματα. "Ητοι: 

   Στη μελέτη του Μώρις Ράππαπορτ (Maurice Rappaport), οι 24 από τους 41 πάσχοντες της πειραματικής ομάδας ξεπέρασαν την ψυχωτική τους κρίση χωρίς ποτέ να χρειαστεί να μπουν σε φαρμακευτική αγωγή. Η πειραματική ομάδα παρουσίαζε με διαφορά καλύτερα αποτελέσματα και μετά από τρία χρόνια, τη χαμηλότερη υποτροπή κατά τη διάρκεια επίσης της επόμενης τριετίας και την καλύτερη συνολικά λειτουργία. [...] O Ράππαπορτ έγραφε: "Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι τα αντιψυχωτικά φάρμακα δεν είναι η ενδεδειγμένη θεραπεία τουλάχιστον για κάποιους ασθενείς, αν το ζητούμενο είναι η κλινική βελτίωση μακροπρόθεσμα. Πολλοί πάσχοντες που νοσηλεύτηκαν χωρίς αντιψυχωτικά παρουσίασαν σημαντικότερη βελτίωση μακροπρόθεσμα, λιγότερη παθολογία στις επανεξετάσεις, λιγότερες επανεισαγωγές και γενικά καλύτερη λειτουργία μέσα στην κοινότητα από τους πάσχοντες στους οποίους είχε χορηγηθεί χλωροπρομαζίνη (Thorazine) κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους." 

    O Γουίλλιαμ Κάρπεντερ (William Carpenter) που διεξήγαγε τη δεύτερη μελέτη για λογαριασμό του NIMH, επίσης συμπέρανε ότι η ομάδα των πασχόντων που δεν έπαιρναν φάρμακα είχε συνολικά καλύτερα αποτελέσματα. Πολλοί μάλιστα από τους πάσχοντες αυτούς του είπαν αργότερα πως θεωρούσαν θετικό και εποικοδομητικό το ό,τι μπόρεσαν να βιώσουν την ψυχωτική κρίση τους χωρίς να αισθάνονται συναισθηματικά νεκρωμένοι εξαιτίας των φαρμάκων. Ο Κάρπεντερ υπέθεσε ότι οι πάσχοντες που παίρνουν φάρμακα επειδή δεν έχουν παρόμοια μαθησιακή εμπειρία ενδεχομένως να είναι λιγότερο ικανοί να διαχειριστούν τις μελλοντικές πιέσεις της ζωής. 

    Και ο Λόρεν Μόσερ σχολιάζοντας καταληκτικά τη δική του μελέτη έγραφε: "Εν αντιθέσει με τις ευρέως διαδεδομένες αντιλήψεις, η κατά το δυνατόν ελάχιστη χρήση αντιψυχωτικών φαρμάκων σε συνδυασμό με μια κατά περίπτωση σχεδιασμένη ψυχοκοινωνική παρέμβαση για όσους διαγιγνώσκονται για πρώτη φορά με διαταραχή σχιζοφρενικού φάσματος όχι μόνον δεν είναι επιβλαβής, αλλά αντιθέτως αποδεικνύεται επωφελής. Πιστεύουμε ότι η σχέση κινδύνου-οφέλους της σημερινής φαρμακοθεραπευτικής πρακτικής οφείλει να επανεξετασθεί." 

    Στη δεκαετία λοιπόν του 1970 αυτές οι τρεις μελέτες του NIMH έδειξαν ότι η επιλεκτική χορήγηση αντιψυχωτικών [η χορήγηση τους δηλαδή μόνο ως δεύτερη επιλογή σε ορισμένους πάσχοντες] παρήγαγε τα καλύτερα αποτελέσματα. "Δεν υπάρχει αμφιβολία", έγραφε ο Κάρπεντερ, " ότι άπαξ και οι πάσχοντες τεθούν υπό φαρμακευτική αγωγή για να αποφύγουν τις μελλοντικές υποτροπές πρέπει να συνεχίσουν να λαμβάνουν νευροληπτικά." Να συνεχίσουν αδιαλείπτως τα φάρμακα. Και τί γίνεται αν οι πάσχοντες εξ αρχής δεν έχουν πάρει ποτέ φάρμακα; "Επισημαίνουνε", συνεχίζει ο Κάρπεντερ, "την πιθανότητα τα αντιψυχωτικά να καθιστούν ορισμένους πάσχοντες σχιζοφρενείς περισσότερο ευάλωτους σε μελλοντικές υποτροπές απ' ό,τι θα ήταν αν η ασθένεια ακολουθούσε χωρίς φαρμακευτική παρέμβαση τη δική της φυσική πορεία." 

    Δύο ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Μακ Γκιλ πρότειναν μιαν εξήγηση γι' αυτό: "ψύχωση υπερευαισθησίας" [supersensitivity psychosis]. Γνωρίζουμε ότι τα φάρμακα προκαλούν φυσικές αλλαγές που επιφέρουν δυσλειτουργία των οδών ντοπαμίνης στον εγκέφαλο. Έτσι πολλοί πάσχοντες που παίρνουν αντιψυχωτικά αναπτύσσουν όψιμη δυσκινησία,[3] σημάδι ότι τα βασικά γάγγλια,[4] τα οποία διέπονται από μια ντοπαμινεργική οδό, δεν δουλεύουν πλέον φυσιολογικά. Θα μπορούσαν λοιπόν τα φάρμακα, υπέθεσαν οι ερευνητές, να προκαλούν παρόμοια δυσλειτουργία στο λιμβικό σύστημα,[5] ένα άλλο τμήμα του εγκεφάλου που βασίζεται στη ντοπαμίνη, και αυτό να προκαλεί μια όψιμη ψύχωση.[6] Όταν αυτό συμβαίνει, γράφουν, "η ασθένεια εμφανίζεται με πολύ χειρότερη μορφή" απ' ό,τι ήταν αρχικά, "και εκδηλώνονται νέα, πολύ πιο σοβαρά σχιζοφρενικά συμπτώματα."[7] 

    Αργότερα, τη δεκαετία του 1990, οι μαγνητικές τομογραφίες αποκάλυψαν ότι τα αντιψυχωτικά προκαλούν διόγκωση των βασικών γαγγλίων μετά από 18 μήνες και συρρίκνωση των μετωπιαίων λοβών. Αυτές οι αλλαγές συνοδεύονται από επιδείνωση των σχιζοφρενικών συμπτωμάτων. Η Νάνσυ Άντρεσεν (Nancy Andreasen), αρχισυντάκτρια της Αμερικανικής Επιθεώρησης της Ψυχιατρικής [American Journal of Psychiatry], συμπέρανε επίσης ότι τα αντιψυχωτικά φάρμακα με την πάροδο του χρόνου προκαλούν με αργό ρυθμό "ατροφία" των μετωπιαίων λοβών

    Εν τω μεταξύ, οι μελέτες με πάσχοντες που είχαν σταματήσει να παίρνουν φάρμακα έδειξαν ότι πολλοί από αυτούς ανάρρωναν πλήρως με την πάροδο του χρόνου. H Κόρτνεϊ Χάρντινγκ (Courtney Harding) του Πανεπιστημίου της Βοστόνης παρακολούθησε για πολλά χρόνια μια ομάδα πασχόντων που είχαν λάβει εξιτήριο από το κρατικό νοσοκομείο του Βέρμοντ. Μετά από 25 χρόνια το ένα τρίτο από αυτούς είχαν πλήρως αναρρώσει: καθόλου συμπτώματα, κανονική εργασία κ.τ.λ. Και όλοι αυτοί οι πλήρως αποθεραπευθέντες πάσχοντες είχαν διακόψει τα φάρμακα. 

    Ας δούμε τώρα την ιδιαίτερα σημαντική μελέτη του Μάρτιν Χάρροου (Martin Harrow). Ο Χάροου παρακολούθησε για δεκαετίες μια ομάδα διαγνωσμένων σχιζοφρενών. Δύο χρόνια μετά την αρχική διάγνωση δεν παρατηρούνταν μεγάλες διαφορές μεταξύ των πασχόντων που ήταν υπό φαρμακευτική αγωγή και των πασχόντων που δεν ήταν. Όμως 4,5 χρόνια μετά, το ποσοστό ανάρρωσης γι' αυτούς που δεν έπαιρναν φάρμακα ήταν 40% και το ποσοστό ανάρρωσης γι' αυτούς που έπαιρναν φάρμακα μόλις 5%. Η σημαντική αυτή διαφορά στα ποσοστά ανάρρωσης διαπιστωνόταν επίσης και μετά από 15 χρόνια: Όσοι δεν έπαιρναν φάρμακα τα πήγαιναν καλύτερα μακροπρόθεσμα. "Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι οι πάσχοντες έχουν καλύτερη μακροπρόθεσμη έκβαση όταν δεν έχουν πάρει για μεγάλο χρονικό διάστημα αντιψυχωτικά",  δήλωσε ο Χάρροου ενώπιον της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας,

    Όμως: η μελέτη του Χάρροου δεν δημοσιεύτηκε σε καμιά αμερικανική εφημερίδα παρόλο που είναι η καλύτερη μελέτη που διαθέτουμε μέχρι σήμερα σχετικά με την μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα των αντιψυχωτικών φαρμάκων. Ουσιαστικά δηλαδή την απέκρυψαν από το κοινό. 

    Παρόμοια μεταχείριση γνώρισαν και άλλες μελέτες σχετικές με την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων. Για παράδειγμα, μια μελέτη του NIMH για τη ΔΕΠΥ που ξεκίνησε στις αρχές του 1980 βρήκε ότι μετά από 14 μήνες υπάρχει ένα μικρό πλεονέκτημα για την ομάδα που λάμβανε φαρμακευτική αγωγή συγκριτικά με την ομάδα που δεν λάμβανε. Και αυτό ήταν το μόνο που ανακοινώθηκε στον τύπο. Αλλά τι συνέβαινε μετά από 3 χρόνια; Η ίδια λοιπόν μελέτη έδειχνε ότι η φαρμακευτική θεραπεία μακροπρόθεσμα δεν ήταν παράγοντας οφέλους αλλά επιδείνωσης. Αυτό απεκρύβη.

    Οι έρευνες για την κατάθλιψη και τη διπολική διαταραχή

    Ας δούμε τώρα την κατάθλιψη. 

    Στα χρόνια του 1960 ο ψυχίατρος Τζόναθαν Κόουλ (Jonathan Cole) συνοψίζοντας μια ευρέως αποδεκτή την εποχή εκείνη αντίληψη έγραφε: "Η κατάθλιψη είναι μια από τις ψυχιατρικές διαταραχές με πολύ υψηλή πιθανότητα ανάρρωσης είτε με είτε χωρίς θεραπεία. Οι περισσότερες καταθλίψεις είναι αυτό-περιοριζόμενες". Το ίδιο επαναλάμβανε και ο Νέιθαν Κλάιν (Nathan Kline) το 1964: "Να λαμβάνουμε πάντα υπόψη μας ότι οι περισσότερες καταθλίψεις καταλήγουν σε αυθόρμητες αναρρώσεις." 

    Σήμερα, αντιθέτως, το 85% περίπου των ανθρώπων που βιώνουν ένα πρώτο επεισόδιο κατάθλιψης κινδυνεύουν να ακολουθήσουν μια πορεία προς τη χρονιότητα, αν η κατάθλιψή τους αντιμετωπισθεί με φάρμακα. Δηλαδή: Στην εποχή των αντικαταθλιπτικών η κατάθλιψη από περιστασιακή κατάσταση μετατράπηκε σε χρόνια ασθένεια.
(σ.τ.μ.: Για περισσότερα βλέπε· Philippe Pignarre, "Πως η κατάθλιψη έγινε επιδημία")

    Όσο για τη διπολική διαταραχή:
Πώς περάσαμε από 1 διάγνωση ανά 5.000 ανθρώπους σε 1 διάγνωση ανά 50; 

    Το ένα τρίτο των ανθρώπων που διαγιγνώσκονται με διπολική διαταραχή έχουν κάνει πριν τη διάγνωσή τους χρήση παράνομων ναρκωτικών, τα οποία, όπως γνωρίζουμε, μπορούν να προκαλέσουν ψυχωτικά ή μανιακά επεισόδια. Αλλά και τα αντικαταθλιπτικά μπορούν να δράσουν ως διεγερτικά: το 20 με 40% των πασχόντων με κατάθλιψη που παίρνουν αντικαταθλιπτικά καταλήγουν άλλωστε διπολικοί. Μελέτη με διπολικούς έδειξε ότι το 60% εξ αυτών βίωσαν το πρώτο μανιακό επεισόδιό τους αφού είχαν ήδη υποβληθεί σε θεραπεία με αντικαταθλιπτικά. Παρεμπιπτόντως, και το 10 έως 20% των παιδιών που παίρνουν φάρμακα για τη ΔΕΠΥ καταλήγουν επίσης μακροπρόθεσμα διπολικοί. Με δυο λόγια: η χρήση ψυχιατρικών φαρμάκων μπορεί να προκαλέσει ιατρογενή διπολική διαταραχή.

• • • • •

    Στο παρελθόν, η "διπολικότητα", η οποία ονομαζόταν τότε μανιοκατάθλιψη, εκδηλωνόταν σποραδικά. Το 75 με 85% των πασχόντων ήταν σε θέση να επιστρέψουν στην εργασία τους, και δεν παρατηρούνταν μακροπρόθεσμα γνωστικά ελλείμματα. Το 1969 ο Τζωρτζ Γουίνοκαρ (George Winokur) έγραφε: "Δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρήσουμε ότι η μανιοκαταθλιπτική ψύχωση θα εξακολουθήσει να προσβάλλει με μόνιμο τρόπο όσους υπέφεραν κάποια στιγμή από αυτήν. Και ως προς αυτό διαφέρει από τη σχιζοφρένεια. Οι άνθρωποι που αναρρώνουν από ένα μανιοκαταθλιπτικό επεισόδιο δεν έχουν κανένα πρόβλημα να επανέλθουν κανονικά στις συνήθεις ασχολίες τους"

    Όμως αυτό δεν συμβαίνει σήμερα: Για τη διπολική διαταραχή τα στοιχεία δείχνουν ότι τα μακροπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα (ποσοστό πασχόντων που εργάζονται κανονικά και δεν έχουν ανάγκη νοσηλείας) μειώθηκαν από το 85% στο 35%. Και στα άτομα που λαμβάνουν φαρμακευτικά κοκτέιλ, περίπου πέντε χρόνια μετά την έναρξη της φαρμακοθεραπείας αρχίζει να εμφανίζεται γνωστική έκπτωση. Συνοψίζοντας την όλη κατάσταση ο Ρος Μπαλντεσαρίνι (Ross Baldessarini) γράφει: "Η πρόγνωση για τη διπολική διαταραχή ήταν άλλοτε αρκούντως θετική· τα σημερινά όμως ευρήματα δείχνουν ότι η αναπηρία και τα μέτρια αποτελέσματα υπερτερούν, παρά τη μεγάλη θεραπευτική πρόοδο". 

    Ποια λοιπόν θα μπορούσε να είναι η λύση; Δεν συνηγορούμε εδώ γενικά ενάντια στα φάρμακα. Αλλά υπέρ των ηθικών θέσεων. Χρειαζόμαστε ένα σύστημα περίθαλψης που θα επιτρέπει σε ορισμένα άτομα να μην παίρνουν φάρμακα. Χρειαζόμαστε ένα σύστημα περίθαλψης που επίσης θα παρέχει σε όσους επιθυμούν να διακόψουν τα φάρμακα όλη την απαιτούμενη βοήθεια για να το επιτύχουν. [...]

    "Τί να κάνουμε;"

    Ένα από τα πρώτα πράγματα που οφείλουμε να κάνουμε είναι να αρχίσουμε να αμφισβητήσουμε τις ιστορίες που μας σερβίρουν. Τα τελευταία 35 χρόνια μας έχουν πει πολλές φορές μια ψευδή ιστορία για τη φύση των ψυχικών παθήσεων και για τον τρόπο που τα φάρμακα δρουν, και δεν μας άφησαν να μάθουμε τι πραγματικά αποκαλύπτουν και διαπιστώνουν οι επιστημονικές έρευες για το σημερινό ιατροφαρμακευτικό παράδειγμα. 

    Και να πως η ψευδής αυτή ιστορία ξεκίνησε: Η αμερικανική Εθνική Συμμαχία για την Ψυχική Υγεία (NAMI) εμφανίσθηκε αρχικά ως οργάνωση πολιτών με ευγενείς σκοπούς. Όμως είχε επίσης ως στόχο να απαλλάξει τις μητέρες από την κατηγορία ότι αυτές ήταν η αιτία της σχιζοφρένειας, όπως υποστήριζε τότε μια δημοφιλής ψυχαναλυτική θεωρία ("σχιζοφρενογόνος μητέρα" [8]). Η NAMI λοιπόν, στη δεκαετία του 1980, θέλοντας να εξαλείψει κάθε υπόνοια ότι οι μητέρες θα μπορούσαν να ήταν υπεύθυνες για τη σχιζοφρένεια των παιδιών τους, υιοθέτησε και διέδωσε την ιδέα ότι η σχιζοφρένεια ήταν μια ασθένεια του εγκεφάλου. Συνέβαλε στη διάδοση της ιδέας ότι οι ψυχιατρικές διαταραχές οφείλονται σε χημικές ανισορροπίες στον εγκέφαλο, και ότι αυτές θα μπορούσαν να ρυθμιστούν με ψυχιατρικά φάρμακα. Η φαρμακευτική βιομηχανία και η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία συμμετείχαν φυσικά σ' αυτήν την προσπάθεια. 

    Προφανώς οι ψυχίατροι της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας είχαν τα δικά τους επαγγελματικά-οικονομικά κίνητρα να θέλουν να προωθήσουν τα φάρμακα, επειδή έχοντας αυτοί μόνον το δικαίωμα συνταγογράφησης αποκτούσαν ένα πλεονέκτημα στην αγορά της ψυχικής υγείας έναντι των άλλων επαγγελματιών που δεν το είχαν. Αλλά και οι φαρμακευτικές εταιρείες είχαν τους δικούς τους λίαν προφανείς λόγους να προωθούν το αφήγημα της χημικής ανισορροπίας του εγκεφάλου και της αποτελεσματικότητας των ψυχοφαρμάκων. Έτσι στη δεκαετία του 1980 συνενώθηκαν τρεις δυνάμεις επηρεασμού της κοινής γνώμης: Η Εθνική Συμμαχία για την Ψυχική Υγεία, η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία και η φαρμακευτική βιομηχανία (που υπήρξε, άλλωστε, χορηγός των δύο πρώτων). 

    Χρειάζεται να διαλύσουμε αυτήν τη συμμαχία διασποράς ψευδών ιστοριών. Όταν η έρευνα του Χάρροου δημοσιεύτηκε υποστηρίζοντας ότι το ποσοστό ανάρρωσης ήταν οκτώ φορές μεγαλύτερο για τους πάσχοντες που δεν έπαιρναν φάρμακα, η Εθνική Συμμαχία για την ψυχική Υγεία την αναπαρήγαγε μήπως στην ιστοσελίδα της; Όχι! Το Εθνικό Ινστιτούτο για την Ψυχική Υγεία εξέδωσε ένα δελτίο τύπου σχετικά μ' αυτήν; Όχι! Η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία εξέδωσε δελτίο τύπου γι' αυτήν; Όχι! 

    Και γιατί όχι; Ο μοναδικός λόγος φυσικά ήταν ότι τα ευρήματα του Χάροου κατέρριπταν το ψευδές αφήγημα που μας σέρβιραν για δεκαετίες η Εθνική Συμμαχία για την Ψυχική Υγεία, η Αμερικανική Ψυχιατρική Ένωση και οι φαρμακευτικές εταιρείες. 

    Αυτή είναι μια από τις μεγαλύτερες ηθικές προκλήσεις της σημερινής εποχής. Χρειαζόμαστε ψυχιατρικές υπηρεσίες σ' αυτήν τη χώρα που θα βασίζονται στην ειλικρίνεια και όχι σε αφηγήματα που υπηρετούν οικονομικά και ιδεολογικά συμφέροντα.

Μετάφραση: ΨυχοΑντιΜαχίες    

    * Τίτλος πρωτοτύπου: Psychiatric Drugs and the Rise of Mental Illness [*]


--------------------------------

     Δείτε επίσης:

 • Martin Harrow, "Ανάρρωση χωρίς ψυχοφάρμακα" 
 • Joanna Moncrieff, "Ο μύθος την ψυχιατρικών φαρμάκων"
 • Peter Gøtzsche, "Δέκα μύθοι της σύγχρονης ψυχιατρικής" 
 • Bruce Levine, "Επιδημία ψυχικών διαταραχών· γιατί αυξάνονται οι ψυχιατρικές διαγνώσεις"



    Σημειώσεις

1. Ο Ρόμπερτ Γούιτακερ (Robert Whitaker) είναι Αμερικανός επιστημονικός δημοσιογράφος, συγγραφέας τριών κριτικών βιβλίων (Mad in America, Anatomy of an Epidemic, Psychiatry under the influence) για την ιστορία, τις πρακτικές της σύγχρονης ψυχιατρικής και τις ύποπτες σχέσεις της ακαδημαϊκής ψυχιατρικής και των ψυχιατρικών επαγγελματικών ενώσεων με τη φαρμακευτική βιομηχανία. Συνιδρυτής επίσης της ιστοσελίδας Mad in America, στην οποία επαγγελματίες ψυχικής υγείας από διάφορες χώρες αλλά και πρώην χρήστες και επιζώντες της ψυχιατρικής δημοσιεύουν εναλλακτικές και κριτικές στο κυρίαρχο βιοψυχιατρικό μοντέλο θέσεις.

2. Το αγγλικό κείμενο (Psychiatric Drugs and the Rise of Mental Illness) περιλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο "Outside mental Health: Voices and visions of madness", που εξέδωσε ο εναλλακτικός θεραπευτής και ακτιβιστής του κινήματος των επιζώντων της ψυχιατρικής Γουίλ Χωλ (Will Hall).

3. Ο όρος όψιμη ψύχωση ή ύστερη ψύχωση [tardive psychosis] χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τα νέα ψυχωτικά συμπτώματα που εμφανίζονται αφού κάποιος είχε λάβει για ένα διάστημα αντιψυχωτικά φάρμακα. Τα νέα αυτά συμπτώματα θεωρούνται συμπτώματα του συνδρόμου απόσυρσης από το φάρμακο και όχι συμπτώματα επιστροφής της ψύχωσης, και γι' αυτό τα αντιψυχωτικά φάρμακα πρέπει πάντα να διακόπτονται σταδιακά και με ιατρική παρακολούθηση.
(Για περισσότερα βλέπε: Will Hall, "Οδηγός μείωσης της βλάβης από τη διακοπή των ψυχιατρικών φαρμάκων" [pdf] και Πέτερ Λέμαν, "Βγαίνοντας από τα ψυχοφάρμακα", εκδ. Νησίδες.)


4. Βασικά γάγγλια ονομάζονται ομάδες νευρώνων που βρίσκονται στο βάθος του εγκεφάλου και θεωρούνται υπεύθυνες για τον έλεγχο της στάσης και της κίνησης του σώματος.

5. Το λιμβικό ή μεταιχμιακό σύστημα είναι ένα τμήμα του εγκεφάλου μέσα και γύρω από τον μεσεγκέφαλο που συμμετέχει στη ρύθμιση των συναισθημάτων, της μνήμης και των κινήτρων.

6. Όψιμη δυσκινησία [tardive dyskinesia] ονομάζεται ένα σύνδρομο που εμφανίζεται μετά από χρήση αντιψυχωτικών φαρμάκων και περιλαμβάνει ακούσιες στερεοτυπικές κινήσεις των χειλιών, της γλώσσας και της γνάθου, και σπασμωδικές κινήσεις των άκρων. Τα συμπτώματα πολλές φορές είναι μη αντιστρέψιμα ακόμη και μετά τη διακοπή των φαρμάκων.

7. Guy Chouinard and Barry Jones (1980), "Neuroleptic-induced supersensitivity psychosis: clinical and pharmacologic characteristics", American Journal of Psychiatry, 137(1): 16-21.

8. Τον όρο "σχιζοφρενογόνος μητέρα" [schizophrenogenic mother] επινόησε το 1948 η γερμανικής καταγωγής Αμερικανίδα ψυχαναλύτρια Φρίντα Φρομ-Ράιχμαν (Frieda Fromm-Reichmann) για να χαρακτηρίσει τις μητέρες των σχιζοφρενών πασχόντων που ήταν σε ανάλυση μαζί της.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου