Η ταινία "Μια σελίδα τρέλας" γυρίστηκε το 1926 από τον Ιάπωνα σκηνοθέτη Τεϊνοσούκε Κινουγκάσα (1896-1982) και θεωρείται σήμερα ένα από τα μεγάλα αριστουργήματα του βωβού κινηματογράφου. Βασίζεται σε μια ιδέα του μετέπειτα νομπελίστα συγγραφέα Γιασουνάρι Καβαμπάτα που συμμετείχε και στη συγγραφή του σεναρίου: Ένας ηλικιωμένος άνδρας γίνεται υπάλληλος στο ψυχιατρείο όπου βρίσκεται έγκλειστη η γυναίκα του (που τρελάθηκε όταν έπνιξε το νεογέννητο παιδί της) με σκοπό να την πλησιάσει ξανά συναισθηματικά και να προσπαθήσει να την πείσει να δραπετεύσει μαζί του μακριά από αυτόν τον θλιβερό και αδιέξοδο τόπο
Ο Κινουγκάσα, ο οποίος ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός στο θέατρο και τον κινηματογράφο, ήταν τότε μόλις 30 χρόνων αλλά είχε ήδη στο ενεργητικό του άλλες 35 ταινίες ως σκηνοθέτης. "Στη σελίδα τρέλας", πρωτοποριακή-πειραματική ταινία στην οποία οι ειδικοί βλέπουν την επιρροή του γερμανικού εξπρεσιονισμού και αναλογίες με τις αισθητικές αναζητήσεις του πρώιμου σοβιετικού κινηματογράφου, εφάρμοσε τις αρχές της "νέο-αισθησιοκρατίας" [néo-sensationnisme / neo-sensationalism], ενός εφήμερου ιαπωνικού καλλιτεχνικού ρεύματος για το οποίο ο τρόπος της αφήγησης (που απευθύνεται στις αισθήσεις και γίνεται φορέας συγκινήσεων) έχει μεγαλύτερη σημασία από το περιεχόμενο της αφηγούμενης ιστορίας.[1]
Το παρόν και το παρελθόν, οι αναμνήσεις, οι ονειροπολήσεις και οι ελπίδες του πρωταγωνιστή, οι φαντασιώσεις και τα φαντάσματα των εγκλείστων αναμειγνύονται συνεχώς καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας κάνοντας της να μοιάζει σκοτεινή, παράλογη, χωρίς νόημα και συνοχή (εντύπωση που επιτείνεται από τον ενίοτε φρενήρη ρυθμό του μοντάζ) -όπως χωρίς νόημα και συνοχή μπορεί να φαντάζει εκ πρώτης όψεως ο "αποδιοργανωμένος" λόγος των τρελών, το "παραλήρημα" και οι "απρόβλεπτες" παράδοξες συμπεριφορές τους. "Η σελίδα της τρέλας" είναι λιγότερο μια διήγηση για την τρέλα ή ένας λόγος πάνω στην τρέλα και περισσότερο, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε, προσπάθεια ενσάρκωσης της ίδιας της τρέλας, ζωντανή μεταφορά της ίδιας της "γλώσσας της τρέλας". Και όπως ακριβώς μπορούν να γίνουν κατανοητά τα αισθήματα, οι παράξενες συμπεριφορές και τα λόγια των τρελών όταν ενταχθούν στο σύνολο της βιωμένης τους εμπειρίας, έτσι και οι εικόνες τής ταινίας αποκτούν μεγαλύτερη συνοχή και η ιστορία γίνεται πιο ξεκάθαρη εκ των υστέρων, όταν αφεθεί κανείς στη θέαση της μέχρι τέλους, όταν έχει μπροστά του όλα τα δοσμένα αποσπασματικά και άναρχα συμβάντα.
Ο Κινουγκούσα δεν χρησιμοποίησε στην ταινία του διάτιτλους, όπως συνηθιζόταν την ίδια εποχή στις ταινίας του ευρωπαϊκού βωβού κινηματογράφου: Στη διάρκεια των προβολών υπήρχε ένας αφηγητής ο οποίος με θεατρικό τρόπο και με συνοδεία μουσικής περιέγραφε το περιεχόμενο των σκηνών που ακολουθούσαν, αφήνοντας στους θεατές μεγάλα περιθώρια υποκειμενικής ερμηνείας των επιμέρους στοιχείων της.[2]
Η ταινία θα μπορούσε να ιδωθεί -και είναι- και ως καταγγελία των ψυχιατρικών ασύλων και της θεσμικής ψυχιατρικής βίας, καθώς και ως σχόλιο πάνω στην κοινωνία και τους κοινωνικούς αγώνες της εποχής της.[3] Γι' αυτούς τους λόγους άλλωστε παρέμεινε στις αίθουσες για λίγες μόνο εβδομάδες: Η ιαπωνική λογοκρισία σύντομα απαγόρευσε την προβολή της· η ταινία καταχωνιάσθηκε και ξεχάστηκε για 45 χρόνια, μέχρι το 1971, όταν ο σκηνοθέτης ανακάλυψε τυχαία σε αποθήκη τού σπιτιού του μια κρυμμένη από την εποχή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου κόπια. Η ταινία που κυκλοφορεί σήμερα (και παραθέτουμε παρακάτω) είναι κατά είκοσι περίπου λεπτά συντομότερη από την αρχική κόπια, επενδεδυμένη με μουσική υπόκρουση (διαφορετική όμως από αυτήν που συνόδευε τις ζωντανές προβολές της ταινίας το 1926).
Χρήστος Μπελόπουλος
Μια σελίδα τρέλας (A page of madness)
Ανάγνωση - ερμηνεία των διαδοχικών σκηνών...
Κατά τη διάρκεια μιας σφοδρής νυχτερινής καταιγίδας, μέσα από έρημους, σκοτεινούς και πλημμυρισμένους δρόμους, ένα αυτοκίνητο φέρνει στο φρενοκομείο έναν ηλικιωμένο πρώην ναυτικό για να εργαστεί εκεί ως κατώτερο βοηθητικό προσωπικό.
Στην επόμενη σκηνή μια χορεύτρια εκτελεί μια όμορφη χορογραφία μέσα σε ένα πλούσιο σκηνικό θεάτρου -ανάμνηση ή φαντασίωση της έγκλειστης τρελής χορεύτριας που μέσα στο δικό της γυμνό από κάθε αντικείμενο κελί επιδίδεται σε έναν ολοένα και πιο ξέφρενο χορό, ακολουθώντας τον ρυθμό της καταιγίδας, μέχρι που εξαντλημένη από την προσπάθεια σωριάζεται, αλλά μόνο για λίγο, στο δάπεδο του κελιού της.
Ο ηλικιωμένος άνδρας βρίσκει τελικά τη σύζυγό του στο κελί της και προσπαθεί μάταια να επικοινωνήσει μαζί της, ενώ εικόνες από το τραγικό συμβάν (το πνιγμό του νεογέννητου βρέφους) αλλά και σκηνές ξεγνοιασιάς και ευτυχίας από την αλλοτινή τους ζωή έρχονται στη θύμησή τους.
Στο ψυχιατρείο εμφανίζεται η πρωτότοκη κόρη τους που έκπληκτη ανακαλύπτει το λόγο για τον οποίο ο πατέρας της εργάζεται εκεί και διαφωνεί μαζί του. Η κόρη, παρά τις προσπάθειες του πατέρα να την αποτρέψει, ανακοινώνει στην φαινομενικά αδιάφορη μητέρα της τους επικείμενους αρραβώνες της, νέο που ταράζει την εύθραυστη ψυχική ισορροπία της μητέρας αποδιοργανώνοντας την ακόμη περισσότερο, ενώ παρεμβάλλονται ρεαλιστικές σκηνές από την καθημερινή ζωή των εγκλείστων, την καθημερινή εναλλαγή ήπιας και βίαιης συμπεριφοράς του προσωπικού απέναντι στους τροφίμους.
Στον κήπο του φρενοκομείου, με φόντο την πανταχού παρούσα καταστολή των "ανήσυχων" ασθενών, ο πατέρας αποχαιρετά τη κόρη του, ενώ η μητέρα βυθίζεται στον ψευδαισθησιακό φανταστικό της κόσμο.
Η εξέγερση
Πάντα κλειδωμένη στο σιδερόφραχτο κελί τής απομόνωσης της, η τρελή χορεύτρια συνεχίζει τον ατέλειωτο εκφραστικό χορό της προκαλώντας τον ενθουσιασμό των άλλων εγκλείστων, διεγείροντας τη φαντασία και τα φαντάσματά τους, και οδηγώντας άνδρες και γυναίκες σε εξέγερση. Ακολουθούν βίαιες σώμα με σώμα συγκρούσεις με το προσωπικό του ασύλου. Στη σκηνή εμφανίζεται και ο ηλικιωμένος άνδρας που προσπαθώντας να πλησιάσει τη γυναίκα του, προσηλωμένος στο δικό του σκοπό, βρίσκεται πεσμένος στο έδαφος με έναν τρόφιμο πάνω του να του σφίγγει άγρια το λαιμό. Παλεύοντας απεγνωσμένα κατορθώνει τελικά να απελευθερωθεί, ενώ οι φύλακες και οι νοσοκόμοι επαναφέρουν την τάξη: Οι εξεγερμένοι κλειδώνονται στα κελιά τους· η τρελή χορεύτρια δένεται και ακινητοποιείται.Ο ηλικιωμένος άνδρας με αφορμή τα δραματικά συμβάντα παρακαλεί ταπεινά τον διευθυντή ψυχίατρο να απελευθερώσει τη γυναίκα του, αλλά εκείνος αρνείται με τη συνήθη ιατρική υπεροψία δίνοντας ελάχιστη σημασία στα λεγόμενα του υφισταμένου του.
Ταΐζοντας με τρυφερότητα τα φυλακισμένα -όπως και οι άνθρωποι- στο κλουβί τους μικρά πουλιά, ο γέρος αναπολεί και πάλι τις ευτυχισμένες στιγμές του παρελθόντος, την εποχή που η τύχη φαινόταν να του χαμογελά ακόμη.
Η απόπειρα απόδρασης
Με τις αναμνήσεις αυτές να τον στοιχειώνουν, μπαίνει κρυφά στο κελί της γυναίκας του και προσπαθεί να την πείσει να τον ακολουθήσει μακριά από το άσυλο, νομίζοντας ότι αυτό θα αρκούσε για να ξανακολλήσουν ξανά τα σπασμένα κομμάτια της ύπαρξής τους. Η γυναίκα όμως αρνείται να εγκαταλείψει την ασφάλεια του ασύλου.Ο άνδρας επιστρέφει και πάλι στο κελί και μπροστά στην νέα άρνηση της να τον ακολουθήσει προσπαθεί να την σύρει δια της βίας έξω προς την ελευθερία. Στο κατώφλι όμως του ασύλου εκείνη αντιστέκεται με όση δύναμη της έχει απομείνει μέχρι που εξαντλημένη και μισολιπόθυμη πέφτει κάτω. Επωφελούμενη από την ολιγόλεπτη απουσία του, καθώς σπεύδει να της φέρει λίγο νερό, επιχειρεί να γυρίσει πίσω στο κελί, όμως εκείνος προλαβαίνει και προσπαθεί ξανά, μάταια, να την σύρει προς την έξοδο.
Οι άλλοι έγκλειστοι φωνάξουν και αρχίζουν να γίνονται απειλητικοί απέναντί του, ενώ μέσα στη γενική αναστάτωση εμφανίζεται και ο διευθυντής που είχε εν τω μεταξύ ανακαλύψει το ανοιχτό κελί και την απουσία της γυναίκας. Ακολουθεί μια σύντομη πάλι ανάμεσα στους δύο άνδρες με τους ασθενείς ολόγυρα να διασκεδάζουν γελώντας με το συμβάν. Ο διευθυντής πέφτει κάτω και ο ηλικιωμένος άνδρας τον χτυπά επανειλημμένα με το κοντάρι μιας σκούπας αφήνοντας τον αναίσθητο, όπως επίσης και τους νοσοκόμους που σπεύδουν προς βοήθεια.
Η ήττα, η παραίτηση
Όμως πια δεν επιχειρεί να φύγει, αποδεχόμενος το μάταιο κάθε προσπάθειας. Το μυαλό του αρχίζει να θολώνει, το παρόν και το παρελθόν συγχέονται όλο και πιο πολύ καθώς από μπροστά του περνούν σκηνές από τη βίαιη μεταφορά της γυναίκας του στο ψυχιατρείο αλλά και της δικής του βίαιης αντίδρασης σαν έμαθε τον πνιγμό του βρέφους.Το λυτρωτικό όραμα
Στις τελευταίες σκηνές βλέπουμε τον ηλικιωμένο άνδρα ως τρόφιμο πλέον του ψυχιατρείου, ήρεμο και φαινομενικά υποταγμένο στη μοίρα του να σκουπίζει τους διαδρόμους του ασύλου. Φαντάζεται τον εαυτό του να μοιράζει σε όλους τους ασθενείς μάσκες του ιαπωνικού θεάτρου Νο (Noh), να συνδέεται πάλι με τη γυναίκα του και όλοι μαζί να κινούνται ρυθμικά σε έναν χαρούμενο ρυθμικό σκοπό ελεύθεροι και απαλλαγμένοι από τα συμπτώματα και τις στερεότυπες συμπεριφορές τους…Μήπως όμως... τίποτε δεν έγινε από όλα αυτά και ήταν όλα σκέψεις και ονειροπολήματα μέσα στο μυαλό του;
------------------------
Σχετικά:
• Raymond Depardon: "Manicomio" (1979)• Machado de Assis: "Ο Φρενίατρος"
• Φρενοκομεία και ψυχιατρικά άσυλα στην τέχνη του 18ου και 19ου αιώνα
• Γιώργης Ζάρκος: "Ζωντανά πτώματα". Η καθημερινή ζωή στο ψυχιατρικό άσυλο
Σημειώσεις
1. Η ταινία ήταν αυτοχρηματοδοτούμενη, με ελάχιστο προϋπολογισμό. Οι περισσότεροι συντελεστές της, όπως ο πρωταγωνιστής της ταινίας, δεν πληρώθηκαν, ενώ ηθοποιοί και τεχνικοί συμμετείχαν στην κατασκευή των ντεκόρ, των αξεσουάρ και των ενδυμασιών, και - ελλείψει χρημάτων - κοιμόντουσαν επί τόπου, στο χώρο των γυρισμάτων.
2. Πηγές:
• Jasper Sharp, "A page of madness". MidnightEye: http://www.midnighteye.com/features/a-page-of-madness/
• "Une page folle". À la rencontre du Septième Art: https://alarencontreduseptiemeart.com/une-page-folle/
3. Βρισκόμαστε λίγα μόλις χρόνια μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση με τα εργατικά κόμματα σε όλο τον κόσμο να αγωνίζονται -με πολλές δυσκολίες και συχνές αιματηρές αποτυχίες- να πείσουν τους -όχι πάντα πρόθυμους- καταπιεσμένους να ξεσηκωθούν, με την ελπίδα και την πίστη στην αλλαγή να παραμένουν παρόλα αυτά πάντα ζωντανές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου