Η μείωση της "ενσυναίσθησης" του πόνου και της οδύνης ως παρενέργεια των αντικαταθλιπτικών


Έντβαρντ Μουνκ, "Γυναίκα που κλαίει" ("Θρήνος"), 1913-14
Μουσείο Μουνκ, Όσλο (Munchmuseet)
Εικόνες της τρέλας και της μελαγχολίας

    Οι ενδεχόμενες παρενέργειες των αντικαταθλιπτικών -ιδιαίτερα σοβαρές και επικίνδυνες σε παιδιά, εφήβους και νέους ενήλικες- είναι γνωστές εδώ και πολύ καιρό και δεν αμφισβητούνται πλέον ούτε από τις φαρμακευτικές εταιρείες, οι οποίες έχουν άλλωστε αναγκαστεί να αποζημιώσουν με μεγάλα χρηματικά ποσά θύματά τους που προσέφυγαν στη δικαιοσύνη των ΗΠΑ ή και άλλων χωρών.

    Μια νέα έρευνα, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα (Ιούνιος 2919) στην επιθεώρηση Translational Psychiatry[1], έρχεται να προσθέσει στις μέχρι τώρα γνωστές παρενέργειες των αντικαταθλιπτικών και τη μείωση της ενσυναίσθησης (empathy), της ικανότητας δηλαδή να συναισθάνεται κανείς, να συμπάσχει ταυτιζόμενος με τα συναισθήματα των άλλων -προϋπόθεση για τη δημιουργία επιτυχημένων κοινωνικών δεσμών και αλληλέγγυων σχέσεων. Η έρευνα διεξήχθη από μια διεπιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου και της Ιατρικής Σχολής της Βιέννης υπό τη διεύθυνση των καθηγητών Μάρκους Ρύτγκεν (Markus Rütgen) και Κλάους Λαμ (Claus Lamm) και ανατρέπει τα μέχρι τώρα ερευνητικά δεδομένα.

   Οι προηγούμενες έρευνες πράγματι συνέδεαν την μείωση της ικανότητας για ενσυναίσθηση και της κοινωνικής λειτουργικότητας με την ίδια την κατάθλιψη. Οι έρευνες αυτές όμως είχαν γίνει σχεδόν αποκλειστικά σε πάσχοντες που λάμβαναν ήδη αντικαταθλιπτική αγωγή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην περίπτωση αυτή το ερώτημα που πάντα πρέπει να τίθεται είναι αν οι παρατηρούμενες δυσλειτουργίες είναι αποτέλεσμα της διαδικασίας της "καταθλιπτικής διαταραχής" ή, αντιθέτως, της φαρμακευτικής αγωγής που υποτίθεται πως τη θεραπεύει. Στο ερώτημα αυτό η αυστριακή μελέτη δίνει μια ξεκάθαρη απάντηση: Η μείωση της ενσυναίσθησης, και κατά συνέπεια και της κοινωνικοποίησης των πασχόντων, είναι αρνητική συνέπεια αποκλειστικά και μόνον των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων και όχι της ίδιας της κατάθλιψης.
• • • • •

    Η έρευνα του Πανεπιστημίου της Βιέννης διεξήχθη σε δύο φάσεις. Κατά την πρώτη φάση πάσχοντες που είχαν λάβει τη διάγνωση τού μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου (MDD) αλλά δεν είχαν αρχίσει ακόμη να λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά κλήθηκαν να παρακολουθήσουν για μερικά λεπτά βίντεο στα οποία άλλοι ασθενείς υποβάλλονταν σε οδυνηρές ιατρικές θεραπείες. Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης του βίντεο η νευρωνική δραστηριότητα των περιοχών τού εγκεφάλου τους που θεωρείται ότι σχετίζονται με την ενσυναίσθηση καταγράφονταν με την τεχνική της Λειτουργικής Απεικόνισης Μαγνητικού Συντονισμού (fMRI) -μια προηγμένη τεχνική απεικόνισης της εγκεφαλικής δραστηριότητας. Ζητήθηκε επίσης από τους πάσχοντες να εκτιμήσουν τον βαθμό δυσαρέσκειας που αισθάνονταν τα πρόσωπα που εμφανίζονταν στα βίντεο (γνωστική ενσυναίσθηση), καθώς και το βαθμό δυσαρέσκειας που βίωσαν οι ίδιοι κατά τη διάρκεια παρακολούθησης των επώδυνων σκηνών (συναισθηματική ενσυναίσθηση).

    Οι απαντήσεις τους, όπως και τα δεδομένα της λειτουργικής απεικόνισης μαγνητικού συντονισμού, συγκρίθηκαν με τα αντίστοιχα δεδομένα και τις απαντήσεις μιας ομάδας ελέγχου "υγιών" (μη-καταθλιπτικών) ατόμων που είχαν υποστεί την ίδια δοκιμασία. Η σύγκριση απέδειξε ότι δεν υπήρχαν διαφορές μεταξύ πασχόντων και υγιών ούτε στο επίπεδο των αναφερόμενων υποκειμενικών εκτιμήσεων ούτε στο πιο αντικειμενικό επίπεδο των απεικονιστικών δεδομένων: Η ικανότητα ενσυναίσθησης των καταθλιπτικών ατόμων που δεν παίρνουν αντικαταθλιπτικά παραμένει φυσιολογική.

    Στη δεύτερη φάση της έρευνας οι πάσχοντες αφού έλαβαν αντικαταθλιπτική αγωγή για τρεις μήνες κλήθηκαν και πάλι να παρακολουθήσουν για λίγα λεπτά βίντεο με οδυνηρές ιατρικές θεραπείες, ενώ η εγκεφαλική τους δραστηριότητα καταγραφόταν με την ίδια μέθοδο. Τα αντικαταθλιπτικά που χρησιμοποιήθηκαν ήταν η εσκιταλοπράμη (escitalopram), η βενλαφαξίνη (venlafaxine) και η μιρταζαπίνη (mirtazapine), αντικαταθλιπτικά που έχουν ελαφρώς διαφορετικές επιδράσεις στο σύστημα της σεροτονίνης που η κυρίαρχη βιολογίζουσα ψυχιατρική θεωρεί ότι σχετίζεται με την κατάθλιψη.  (βλέπε: Ο μύθος της σεροτονίνης και η ψευδοεπιστημονική θεωρία της χημικής ανισορροπίας)

    Τα δεδομένα της λειτουργικής απεικόνισης μαγνητικού συντονισμού έδειξαν ότι τώρα (μετά από τρεις μήνες αντικαταθλιπτικής αγωγής) η νευρωνική δραστηριότητα στις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την ενσυναίσθηση ήταν σαφώς μειωμένη. Παράλληλα και οι πάσχοντες ανέφεραν ότι ο βαθμός δυσαρέσκειας (συναισθηματικής ενσυναίσθησης) τους κατά την παρακολούθηση του βίντεο ήταν σημαντικά μειωμένος. Αντίθετα, η γνωστική ενσυναίσθηση, η ικανότητα εκτίμησης του πόνου και της δυσαρέσκειας των άλλων, παρέμεινε ανεπηρέαστη. Δεν παρατηρήθηκαν επίσης διαφορές με βάση το αντικαταθλιπτικό που λάμβαναν.

    Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι είναι τα ίδια τα αντικαταθλιπτικά -και όχι η κατάθλιψη από μόνη της- που οδηγούν τα άτομα στην αδιαφορία για τον πόνο και την οδύνη των άλλων, στην συναισθηματική αποστασιοποίηση και στην απάθεια. Όπως υποστηρίζει και ο Ρόμπερτ Γουίτακερ (Robert Whitaker) έχοντας μελετήσει τις έρευνες των τελευταίων πενήντα χρόνων, πριν ξεκινήσει μια ψυχιατρική θεραπεία ο εγκέφαλος των πασχόντων στους οποίους έχει δοθεί κάποια ψυχιατρική διάγνωση λειτουργεί απολύτως φυσιολογικά, και οι συνήθεις νευρωνικοί μηχανισμοί διαταράσσονται μόνον από τη στιγμή που οι ασθενείς αρχίζουν να υποβάλλονται σε ψυχιατρική φαρμακευτική αγωγή. (βλέπε: "Η ανατομία μιας επιδημίας")
Χρήστος Μπελόπουλος   
---------------------------------------

    Σχετικές αναρτήσεις:

Joanna Moncrieff: Κατάθλιψη και έλλειψη σεροτονίνης • Η ψευδο-επιστημονική "θεωρία της χημικής ανισορροπίας" 
Philippe Pignarre: "Πως η κατάθλιψη έγινε επιδημία" 
Joanna Moncrieff - Will Hall: "Ο μύθος των ψυχιατρικών φαρμάκων" 
Irving Kirsch: Το φαινόμενο placebo και ο μύθος των αντικαταθλιπτικών 




1. Markus Rütgen, Carolina Pletti, Martin Tik, Christoph Kraus, Daniela Melitta Pfabigan, Ronald Sladky, Manfred Klöbl, Michael Woletz, Thomas Vanicek, Christian Windischberger, Rupert Lanzenberger, Claus Lamm: "Antidepressant treatment, not depression, leads to reductions in behavioral and neural responses to pain empathy", Translational Psychiatry, 9 (164). https://doi.org/10.1038/s41398-019-0496-4 
• Για μια σύντομη παρουσίαση της έρευνας: "Antidepressants can reduce empathy" (Πανεπιστήμιο Βιέννης).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου