Παρουσίαση του βιβλίου "Πως η κατάθλιψη έγινε επιδημία" του Γάλλου καθηγητή ψυχοφαρμακολογίας και εκδότη Philippe Pignarre
"Έχει δημιουργηθεί ένας μηχανισμός που κάνει κάθε άνθρωπο
που νιώθει αισθήματα θλίψης να αρχίσει να αναρωτιέται και να
θέλει να μάθει μήπως πρόκειται για την αρχή μιας κατάθλιψης."
(Philippe Pignarre[1], "Πως η κατάθλιψη έγινε επιδημία"[2])
που νιώθει αισθήματα θλίψης να αρχίσει να αναρωτιέται και να
θέλει να μάθει μήπως πρόκειται για την αρχή μιας κατάθλιψης."
(Philippe Pignarre[1], "Πως η κατάθλιψη έγινε επιδημία"[2])
"Μελαγχολία" (1514) Άλμπρεχτ Ντύρερ |
Για την ερμηνεία του φαινομένου έχουν προταθεί διάφορες θέσεις, τις οποίες ο Φιλίπ Πινιάρ στο βιβλίο του "Πως η κατάθλιψη έγινε επιδημία" θεωρεί ανεπαρκείς ή απορριπτέες. Η "επιδημία", υποστηρίζει ο ίδιος, είναι κυρίως δημιούργημα της ψευδο-βιολογικής ψυχιατρικής και της φαρμακοβιομηχανίας -με την απαραίτητη βέβαια "συνενοχή" των πασχόντων και της κοινωνίας γενικότερα.
Βιολογική θέση
Σύμφωνα με αυτήν, η επιδημία της κατάθλιψης είναι στην πραγματικότητα μια ψευδαίσθηση. Αιτία της κατάθλιψης είναι κάποια βιολογική ή γενετική προδιάθεση που καθιστά ορισμένους ανθρώπους περισσότερο ευάλωτους στις πιέσεις και της αντιξοότητες της ζωής. Κατά συνέπεια, το ποσοστό των ανθρώπων με κατάθλιψη ήταν πάντοτε περίπου το ίδιο σε όλες τις εποχές και σε όλες τις κοινωνίες. Αυτό που έχει αλλάξει στην σημερινή εποχή (στο δυτικό κόσμο) είναι ότι οι γιατροί διαθέτουν πλέον βελτιωμένα διαγνωστικά εργαλεία και έχουν εκπαιδευτεί κατάλληλα για να αναγνωρίζουν τα συμπτώματα της κατάθλιψης που άλλοτε περνούσαν απαρατήρητα. Η παραπάνω άποψη είναι στην πραγματικότητα ένας ψευδο-επιστημονικός μύθος: ουδέποτε μέχρι σήμερα έχει βρεθεί κάποιος βιολογικός ή γενετικός δείκτης της κατάθλιψης (ή οποιασδήποτε άλλης ψυχικής ασθένειας). Γι' αυτό άλλωστε και δεν υπάρχει καμιά βιολογική εξέταση, κανένα βιολογικό τεστ που να επιτρέπει τη διάγνωση της κατάθλιψης, και αυτή βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στην εξωτερική παρατήρηση του πάσχοντος και στα λεγόμενά του.Ψυχολογική θέση
Η ψυχολογική (ψυχαναλυτική) θέση συσχετίζει την κατάθλιψη με την προσωπική οικογενειακή ιστορία των πασχόντων: Πρόωρες ή επαναλαμβανόμενες τραυματικές εμπειρίες κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας δεν επέτρεψαν σε ορισμένους ανθρώπους να δομήσουν μια ισχυρή προσωπικότητα ικανή να αντιμετωπίζει τις πιθανές απώλειες και τα πλήγματα της ενήλικης ζωής."Γυναίκα Μελαγχολία" (1902) Πάμπλο Πικάσσο |
Κοινωνιολογική θέση
Η κοινωνιολογική θέση θεωρεί ότι η αύξηση των ποσοστών της κατάθλιψης είναι συνέπεια των συνεχώς επιδεινούμενων ψυχοπιεστικών συνθηκών διαβίωσης στις σύγχρονες κοινωνίες. Το ποσοστό των καταθλιπτικών αυξάνει επειδή αυξάνεται η δυστυχία και το στρες. Για τον Πινιάρ ούτε αυτή η άποψη είναι απόλυτα ικανοποιητική, τουλάχιστον έτσι απλά διατυπωμένη. Αποτελεί περισσότερο μια καταγγελία της κοινωνίας παρά μια εξήγηση της κατάθλιψης. Σίγουρα η αβεβαιότητα για το μέλλον, η οικονομική επισφάλεια, οι πιεστικές εργασιακές συνθήκες ή η ανεργία, η συρρίκνωση των οικογενειακών και των φιλικών δεσμών, η απώλεια σταθερών αναφορών επαυξάνουν την πίκρα, τη δυσφορία και τους φόβους των ανθρώπων. Δεν εξηγούν όμως άμεσα γιατί οι άνθρωποι στις δυτικές κοινωνίες έχουν την τάση να "ψυχολογιοποιούν" την οδύνη τους, να την αντιλαμβάνονται και την εκφράζουν με τη συμπτωματολογία της κατάθλιψης και όχι π.χ. με σωματοποίηση, όπως συμβαίνει σε προκαπιταλιστικές κοινωνίες ή ακόμη και σε αγροτικές κοινότητες του δυτικού κόσμου που εξακολουθούν όμως να διατηρούν μια στενή σχέση με τη θρησκεία.Επιπλέον, η κοινωνιολογική θέση για να εξηγήσει γιατί δεν εμφανίζουν κατάθλιψη όλοι οι άνθρωποι πού βιώνουν τις ίδιες ακραίες στρεσογόνες καταστάσεις είναι υποχρεωμένη να επανεισαγάγει την ιδέα της ευαλωτότητας, δηλαδή της ψυχολογικής ή / και βιολογικής προδιάθεσης. Οι κοινωνικοί παράγοντες κινδυνεύουν έτσι να περιοριστούν στο ρόλο μάλλον του εκλυτικού αιτίου παρά της αιτιολογίας.
"Στο κατώφλι της αιωνιότητας" (1890) Βενσάν Βαν Γκογκ |
Πως τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα δημιούργησαν την επιδημία της κατάθλιψης
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ανακαλύφθηκε μια νέα κατηγορία φαρμάκων, ένα είδος "ψυχικών ενεργοποιητών". Τα φάρμακα αυτά (που έχουν την ιδιότητα να αυξάνουν τα επίπεδα ενέργειας, την όρεξη, την αντίδραση στα ερεθίσματα και να δημιουργούν ένα αίσθημα αισιοδοξίας) ονομάσθηκαν καταχρηστικά, όπως υποστηρίζει ο Βρετανός καθηγητής ψυχιατρικής και ψυχοφαρμακολογίας Ντέιβιντ Χήλυ (David Healy), αντικαταθλιπτικά.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν ψυχοτρόπα φάρμακα εξειδικευμένα στην αντιμετώπιση μιας συγκεκριμένης ψυχικής ασθένειας. Η φαρμακευτική βιομηχανία, γράφει ο Πινιάρ[4], γνωρίζει να φτιάχνει δύο μόνο τύπους ψυχοτρόπων φαρμάκων: τους ψυχικούς ενεργοποιητές και τα ηρεμιστικά τα οποία αντίθετα έχουν την ιδιότητα να ρίχνουν τα επίπεδα ζωτικότητας, και στα οποία περιλαμβάνονται οι βενζοδιαζεπίνες και τα νευροληπτικά (που επίσης καταχρηστικά έχουν ονομασθεί και αντιψυχωτικά).
"Η Μαρία η Μαγδαληνή ως μελαγχολία" (1621) Αρτεμισία Τζεντιλέσκι |
• Πως οι γιατροί έμαθαν να βλέπουν την κατάθλιψη εκεί που άλλοτε δεν υπήρχε
Τα τμήματα πωλήσεων των φαρμακευτικών εταιρειών αφιερώνουν πολύ χρόνο και άφθονο χρήμα (που υπερβαίνει κατά πολύ το κόστος έρευνας και παρασκευής του φαρμάκου) για να "μάθουν" στους γιατρούς να εντοπίζουν τους ασθενείς με κατάθλιψη, σημειώνει ο Φιλίπ Πινιάρ γνωρίζοντας τα πράγματα εκ των έσω, αφού για δεκαεπτά χρόνια υπήρξε στέλεχος της φαρμακοβιομηχανίας[5]."Μελαγχολία" (1620) Ντομένικο Φέττι |
Δεν χρειάζεται να σπαταλιέται χρόνος ακούγοντας τη διήγηση του πάσχοντος, τα παράπονα και τις αιτιάσεις του. Η αιτία της κατάθλιψης δεν είναι εξωτερική. Βρίσκεται στο εσωτερικό του ασθενούς, στη χημεία του εγκεφάλου του, ίσως και σε κάποια γενετική προδιάθεση. Τα λόγια του δεν έχουν σημασία· είναι απλώς δικαιολογίες που εφευρίσκει στην προσπάθεια του να εξηγήσει αυτό που του συμβαίνει. Ο γιατρός οφείλει να κατευθύνει τη συζήτηση με τις κατάλληλες ερωτήσεις (πάντα τις ίδιες) που θα τον βοηθήσουν να ανιχνεύσει συμπτώματα της κατάθλιψης: Κοιμάστε καλά; Έχετε όρεξη; Νιώθετε κουρασμένος; Αισθάνεστε λύπη ή ανία κ.τ.λ. Δύο ή τρία συμπτώματα από μια λίστα εννιά τέτοιων συμπτωμάτων αρκεί για δοθεί η διάγνωση μιας ήπιας κατάθλιψης, χωρίς να συνεκτιμάται το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτά τα συμπτώματα αναπτύχθηκαν. Με αυτόν τον τρόπο ένας "έμπειρος" γιατρός χρειάζεται μόνο πέντε έως δεκαπέντε λεπτά για βάλει τη διάγνωση της κατάθλιψης σε έναν ασθενή που βλέπει για πρώτη φορά. Έτσι και αλλιώς, η ορθότητα της διάγνωσης θα επιβεβαιωθεί εκ των υστέρων από την επιτυχία του αντικαταθλιπτικού που θα χορηγήσει!
• • • • •
Είναι σίγουρα πολύ δύσκολο ο κάθε γιατρός να αντισταθεί στον προωθούμενο από τις φαρμακευτικές εταιρείες ορυμαγδό της ψευδο-βιολογικής ρητορείας. Αλλά, υιοθετώντας την παραπάνω στάση οι γιατροί (ή και οι ψυχολόγοι) κινδυνεύουν πολλές φορές να γίνουν, άθελα τους, συνένοχοι και συνεργοί στην εμπρόθετη επίθεση που υφίσταται ένα άτομο στο χώρο της εργασίας του, στην οικογένεια ή στο σχολείο. Ο κίνδυνος αυτός δεν μπορεί να αγνοείται σήμερα έπειτα από την πληθώρα των επιστημονικών δημοσιεύσεων σχετικά με τις ολέθριες επιπτώσεις που έχει η "ηθική παρενόχληση"[6] στην ψυχική ισορροπία των θυμάτων. Στις περιπτώσεις αυτές, λέει ο Πινιάρ, θα ήταν θεραπευτικά (αλλά και ως πολιτικοποιημένη παρέμβαση) σημαντικότερο, αντί να ψάχνει ο γιατρός για συμπτώματα κατάθλιψης, να ακούσει με τη δέουσα προσοχή την αφήγηση του πάσχοντος και, χορηγώντας του εν ανάγκη για λίγες ημέρες ένα υπνωτικό ή ένα ήπιο αγχολυτικό, να τον βοηθήσει έτσι ώστε αυτός να απευθυνθεί σε κάποιο δικηγόρο, ή σε μια συνδικαλιστική οργάνωση ή δομή αλληλεγγύης που θα του παρέχουν την απαραίτητη στήριξη για να αντιπαλέψει την πραγματική γενεσιουργό αιτία των συμπτωμάτων του και της ψυχικής του οδύνης.
• • • • •
"Μελαγχολία" (1894) Έντβαρντ Μουνκ |
• Γιατί με τα αντικαταθλιπτικά οι ασθενείς αισθάνονται καλύτερα
"Η νέα ψυχιατρική δεν θα είχε επικρατήσει τόσο γρήγορα χωρίς
τη συγκατάθεση και τη βουβή προσχώρηση των ασθενών."[8]
Για να εγκατασταθεί η επιδημία της κατάθλιψης χρειάζεται, εκτός από τους γιατρούς, και οι υποψήφιοι ασθενείς να μάθουν να αναγνωρίζουν τα "συμπτώματα" της πάθησής τους. Πρέπει να πεισθούν δηλαδή ότι τα προβλήματά τους -οι διαταραχές ύπνου ή όρεξης που έχουν, η κούραση που νιώθουν, τα αισθήματα ενοχής- έχουν σχέση με την ιατρική (με την ανεπάρκεια σεροτονίνης στις νευρικές συνάψεις του εγκεφάλου τους), και όχι με το άμεσο κοινωνικό τους περιβάλλον ή με τις μίζερες συνθήκες που βιώνουν. "Είμαστε μάρτυρες", σημειώνει ο Φιλίπ Πινιάρ, "αληθινών εκστρατειών εκπαίδευσης των ασθενών που διεξάγονται σαν κλασσικές διαφημιστικές καμπάνιες". Έτσι, στη Μεγάλη Βρετανία από το 1991 έως το 1995 διεξαγόταν μια μεγάλη καμπάνια καταπολέμησης της κατάθλιψης που απευθυνόταν ταυτόχρονα προς τους γενικούς γιατρούς και προς το ευρύ κοινό, στο τέλος της οποίας η κατανάλωση των αντικαταθλιπτικών αυξήθηκε κατά 33%."[9]
"Μελαγχολική" (1891) Πωλ Γκωγκιέν |
Όλα τα κείμενα που μιλούν για την κατάθλιψη, και αυτά που κατασκευάζονται από τις φαρμακευτικές εταιρείες και αυτά που γράφονται από δημοσιογράφους με καλές προθέσεις ακολουθούν το ίδιο σχήμα και την ίδια λογική: "Προσκαλούν τους ασθενείς να υιοθετήσουν τον παρακάτω συλλογισμό: Νιώθω πράγματι τα συναισθήματα αυτά που το άρθρο περιγράφει. Άρα, υποφέρω και εγώ από την ασθένεια της κατάθλιψης. Για να το ξεπεράσω θα πρέπει να επισκεφτώ έναν γιατρό για να μου γράψει αντικαταθλιπτικά."[10]
Έτσι, τις περισσότερες φορές όταν ένας ασθενής επισκέπτεται το γιατρό του είναι ήδη σχεδόν πεπεισμένος ότι πάσχει από κατάθλιψη και ότι πρέπει να πάρει αντικαταθλιπτικά. Αυτό κάνει πιο εύκολο το έργο του γιατρού και αποτελεσματική τη λήψη αντικαταθλιπτικών στο 60% των περιπτώσεων.
• • • • •
Όπως όμως έχουν αποδείξει ο ειδικός στο φαινόμενο πλασέμπο Ίρβινγκ Κιρς (Irving Kirsch) και η εκπρόσωπος της βρετανικής κριτικής ψυχιατρικής Τζοάννα Μόνκριφ (Joanna Moncrieff), τα αντικαταθλιπτικά δεν είναι περισσότερο αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης από οποιοδήποτε εικονικό φάρμακο (πλασέμπο). Η πολυδιαφημισμένη αποτελεσματικότητα των αντικαταθλιπτικών δεν οφείλεται στην όποια φαρμακευτική ουσία που αυτά περιέχουν (γεγονός που θα αποδείκνυε την βιολογική υπόθεση της κατάθλιψης), αλλά αποκλειστικά και μόνο στο φαινόμενο πλασέμπο, (δηλαδή στον ψυχολογικό παράγοντα).[11]&[12] Όταν ένας ασθενής λαμβάνει αντικαταθλιπτικά (ή οποιαδήποτε άλλη ουσία για την αντικαταθλιπτική δράση της οποίας είναι εκ των προτέρων πεπεισμένος), επεξηγεί ο Ίρβινγκ Κιρς, γεννιέται μέσα του η ελπίδα ότι η κατάστασή του θα βελτιωθεί, και αυτή η πίστη κινητοποιεί με τη σειρά της τους απαραίτητους φυσιολογικούς μηχανισμούς που συνδέονται με την άμβλυνση ή εξάλειψη των συμπτωμάτων.
• • • • •
"Μελαγχολία" ("Πορτραίτο") Ζύγκμουντ Μένκες |
Δεν είναι μοιραίο οι γιατροί και οι ασθενείς να υποταχθούν στην προπαγάνδα των φαρμακευτικών εταιρειών. Υπάρχει πάντα η δυνατότητα επιλογής και διαφορετικής αντίδρασης …
Έγραψα το βιβλίο αυτό, σημειώνει ο Φιλίπ Πινιάρ στον πρόλογό του, όχι σαν μια ακόμη διατριβή για την κατάθλιψη, αλλά σαν ένα βιβλίο πολιτικής παρέμβασης. "Στόχος μου ήταν να επαναφέρω την πολλαπλότητα εκεί που όλα μοιάζουν να έχουν λυθεί σε ό,τι αφορά την κατάθλιψη και τη θεραπεία της μέσω αντικαταθλιπτικών."[13]
© Χρήστος Μπελόπουλος
Σχετικές αναρτήσεις:
• Joanna Moncrieff: Η κατάθλιψη και η απαξιωμένη θεωρία της χημικής ανισορροπίας
• Joanna Moncrieff: "Το ψυχολογικό είναι πολιτικό"
• Ian Hacking, "Εφήμερες ψυχικές ασθένειες"
• Joanna Moncrieff: "Το ψυχολογικό είναι πολιτικό"
• Ian Hacking, "Εφήμερες ψυχικές ασθένειες"
Σημειώσεις
1. Ο Φιλίπ Πινιάρ (Philippe Pignarre) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Σαίντ Ντενί (πρώην Πανεπιστήμιο της Βενσέν -Université Paris VIII), όπου διδάσκει φαρμακολογία των ψυχοτρόπων ουσιών, και διευθυντής του εκδοτικού οίκου Les Empêcheurs de penser en rond -ο οποίος εκδίδει βιβλία φιλοσοφίας και κοινωνικών επιστημών στοχεύοντας στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και του πλουραλισμού. Παλαιότερα είχε εργασθεί στη φαρμακευτική εταιρεία Syntelabo, και κατά τη δεκαετία του 1970 υπήρξε μέλος της γαλλικής τροτσκιστικής λίγκας (LCR). Στα βιβλία του καταφέρεται τόσο εναντίον της ψυχανάλυσης όσο και εναντίον της βιολογικής ή ψευδο-βιολογικής, όπως ο ίδιος την αποκαλεί, ψυχιατρικής.
2. Philippe Pignarre, Πως η κατάθλιψη έγινε επιδημία, σελ. 114, εκδ. USP, 2007.
(Τίτλος πρωτοτύπου: "Comment la dépression est devenue une épidémie", édit. La Découverte, 2001.)
3. Philippe Pignarre, ό.π., σελ. 19.
4. Philippe Pignarre, ό.π., σελ. 176.
5. Philippe Pignarre, ό.π., σελ. 24.
6. Marie-France Hirigoyen, Ηθική παρενόχληση, εκδ. Πατάκης, 2013.
7. Ian Hacking, L'Âme réécrite [Rewriting the Soul], p. 230, éditions: Les Empêcheurs de penser en rond, 1998.
8. Philippe Pignarre, ό.π., σελ. 102.
9. Philippe Pignarre, ό.π., σελ. 112.
10. Philippe Pignarre, ό.π., σελ. 116.
11. Irving Kirsch, The emperor’s new drugs. Exploding the antidepressant myth, ed. The Bodley Head, 2009. ("Το φαινόμενο πλασέμπο και η κατασκευή του μύθου των αντικαταθλιπτικών")
12. Joanna Moncrieff, The myth of the chemical cure, p. 139, ed. Palgrave Macmillan, 2008. (Βλέπε και: "Joanna Moncrieff - Will Hall. Ο μύθος των ψυχιατρικών φαρμάκων")
13. Philippe Pignarre, ό.π., σελ. 17.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου