Henriette Zéphir |
Η "επίσημη ψυχιατρική", ακόμη και σήμερα, εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι η σχιζοφρένεια -αυτή η συχνά τρομακτική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από "ψευδαισθήσεις", "παραληρηματικές ιδέες", "αποδιοργανωμένο λόγο" και "παράδοξες συμπεριφορές"- είναι δήθεν "ασθένεια" αθεράπευτη και οι πάσχοντες για να αποφύγουν τον κίνδυνο σοβαρών υποτροπών οφείλουν να παίρνουν αδιαλείπτως τα "αντιψυχωτικά" τους φάρμακα, ("όπως οι διαβητικοί οφείλουν να παίρνουν την ινσουλίνη τους") ακόμη και όταν τα αρχικά θορυβώδη συμπτώματα της ψύχωσης έχουν προ πολλού εξαφανιστεί. Άποψη που ενισχύεται από την παρατήρηση ότι συχνά οι άνθρωποι που διαγνώστηκαν με σχιζοφρένεια και διέκοψαν με δική τους πρωτοβουλία (και κατά κανόνα απότομα) τη θεραπευτική τους αγωγή φαίνεται να υποτροπιάζουν. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο ψυχολόγος Μπρους Λέβιν (Bruce Levine), σπάνια το ποσοστό των πασχόντων που διέκοψαν τη φαρμακευτική τους αγωγή και υποτροπίασαν συγκρίνεται με το ποσοστό των πασχόντων που συνεχίζουν κανονικά να παίρνουν τα φάρμακά τους και παρόλα αυτά επίσης υποτροπιάζουν.[1]
Η σημαντικότερη μέχρι σήμερα έρευνα που ασχολήθηκε με το θέμα αυτό είναι η έρευνα που διεξήγαγε ο Μάρτιν Χάρροου (Martin Harrow), καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ιλλινόις, ο οποίος για μια εικοσαετία παρακολούθησε μαζί με τους συνεργάτες του την εξέλιξη μιας ομάδας σχιζοφρενών από τους οποίους το ένα τρίτο περίπου είχε σταματήσει να παίρνει φάρμακα.
Τα αποτελέσματα της έρευνας του αποδεικνύουν ότι "οι πάσχοντες έχουν καλύτερη μακροπρόθεσμη έκβαση όταν δεν έχουν πάρει για μεγάλο χρονικό διάστημα αντιψυχωτικά" και διαψεύδουν κατηγορηματικά τις ευρέως διαδομένες (και αποδεκτές από τους περισσότερους επαγγελματίες ψυχικής υγείας) θέσεις τής σύγχρονης βιο-ψυχιατρικής -τους επικίνδυνους ή και "φονικούς" μύθους της, όπως θα έλεγε ο Πήτερ Γκότζσε.[2] Και γι' αυτό, άλλωστε, αγνοήθηκαν συστηματικά και εξακολουθούν να αγνοούνται από το ψυχιατρικό κατεστημένο και να αποκρύβονται από το ευρύ κοινό.
Ταυτότητα της έρευνας και ερμηνεία των αποτελεσμάτων
Ο Μάρτιν Χάρροου δημοσίευσε τα αποτελέσματα της μακροχρόνιας έρευνας του τον Φεβρουάριο του 2012 (διαδικτυακά) στην επιθεώρηση Psychological Medecine.[3] Η έρευνα είχε χρηματοδοτηθεί από το Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας των ΗΠΑ (NIMH).
Για τη μελέτη του επέλεξε αρχικά 200 ασθενείς με τη διάγνωση της σχιζοφρένειας ή κάποιας άλλης "ελαφρότερης" ψυχωτικής διαταραχής (σχιζοσυναισθηματική διαταραχή, διπολική διαταραχή με ψυχωσικά χαρακτηριστικά, μονοπολική κατάθλιψη με ψυχωσικά χαρακτηριστικά…) που νοσηλεύονταν ή είχαν σχετικά πρόσφατα νοσηλευτεί σε δύο ψυχιατρικές κλινικές του Σικάγου, μία δημόσια και μία ιδιωτική -για να υπάρχει στο δείγμα εκπροσώπηση από διαφορετικά οικονομικά και εθνοτικά περιβάλλοντα. Ο μέσος όρος ηλικίας των πασχόντων ήταν 22,9 έτη και το 46% είχαν νοσηλευτεί για πρώτη φορά.
Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους όλοι οι πάσχοντες είχαν λάβει την καθιερωμένη για την περίπτωσή τους ψυχιατρική αντιψυχωσική αγωγή. Μετά την έξοδό τους από το νοσοκομείο, η πλειονότητα των πασχόντων συνέχισαν να παίρνουν κανονικά τα αντιψυχωτικά τους φάρμακα, αλλά περίπου το ένα τρίτο από αυτούς αγνόησαν τις ιατρικές οδηγίες και τα διέκοψαν με δική τους πρωτοβουλία.
Ο Χάρροου παρακολούθησε στη συνέχεια την εξέλιξή τους επαναξιολογώντας περιοδικά τα επόμενα χρόνια την ψυχική τους κατάσταση και την επαγγελματική, διαπροσωπική και κοινωνική τους λειτουργικότητα. Οι επαναξιολογήσεις έγιναν μετά από 2, 4,5, 7,5, 10, 15 και 20 έτη. Στο τέλος της εικοσαετίας είχαν παραμείνει στην έρευνα 139 από τους αρχικά 200 ασθενείς -ποσοστό που κρίνεται ιδιαίτερα ικανοποιητικό για μακροχρόνια έρευνα. Από αυτούς οι 70 είχαν λάβει τη διάγνωση της σχιζοφρένειας ή της σχιζοσυναισθηματικής διαταραχής (υπο-ομάδα "σχιζοφρενών") και οι 69 τη διάγνωση κάποιας συναισθηματικής διαταραχής με ψυχωσικά χαρακτηριστικά (υπο-ομάδα "συναισθηματικών"). Τα αποτελέσματα και για τις δύο υπο-ομάδες ήταν παρόμοια. Ήτοι:
Κατά την πρώτη επαναξιολόγηση, μετά από δύο χρόνια παρακολούθησης, ο Χάρροου δεν βρήκε σημαντικές διαφορές ως προς τη σοβαρότητα της ψύχωσης μεταξύ των πασχόντων σχιζοφρενών που λάμβαναν ακόμη τα αντιψυχωτικά τους φάρμακα και των πασχόντων σχιζοφρενών που τα είχαν σταματήσει. Αλλά κατά τη δεύτερη επαναξιολόγηση, μετά από 4,5 έτη, οι πάσχοντες που δεν έπαιρναν αντιψυχωτικά βρέθηκαν "να είναι σημαντικά λιγότερο ψυχωτικοί από αυτούς που έπαιρναν αντιψυχωτικά". Το 39% των πασχόντων χωρίς αγωγή διένυαν περίοδο ανάρρωσης έναντι μόνο 6% των πασχόντων υπό φαρμακευτική αγωγή. Παρόμοιες σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων παρατηρήθηκαν και στα επόμενα δεκαπέντε χρόνια που διήρκεσε η έρευνα. (Η "ανάρρωση", σύμφωνα με τα κριτήρια της έρευνας, οριζόταν ως απουσία ψυχωτικών συμπτωμάτων και επανανοσηλείας κατά τη διάρκεια του χρόνου παρακολούθησης και αρκετά ικανοποιητική επαγγελματική προσαρμογή και κοινωνική λειτουργικότητα.)
Η έρευνα του Χάρροου διαπίστωσε λοιπόν ότι, σε αντίθεση με αυτό που γενικά πιστεύεται, οι πάσχοντες σχιζοφρενείς (όπως και οι ψυχωτικοί άλλων κατηγοριών) που δεν πήραν ανττιψυχωτικά φάρμακα για μεγάλο χρονικό διάστημα (είτε "τυπικά", όπως το Thorazine/Largactil και το Haldol/Aloperidin, είτε "άτυπα", όπως το Zyprexa, το Risperdal, το Seroquel, το Geodon και το Ampilify) είχαν σημαντικά λιγότερες πιθανότητες να επανεμφανίσουν στο μέλλον ψυχωτικά συμπτώματα, βίωναν λιγότερο άγχος, παρουσίαζαν λιγότερα γνωστικά ελλείμματα στα ψυχολογικά τεστ, είχαν καλύτερη επαγγελματική και κοινωνική λειτουργικότητα, και στην συντριπτική τους πλειοψηφία είχαν λιγότερες υποτροπές και μεγαλύτερες και συχνότερες περιόδους ανάρρωσης.
Για τον Ρόμπερτ Γουίτακερ (Robert Whitaker), συγγραφέα του βιβλίου Ανατομία μιας επιδημίας [Anatomy of an Epidemic], ο πιθανότερος λόγος για τον οποίο οι πάσχοντες που έπαψαν να παίρνουν αντιψυχωτικά επανεμφάνιζαν λιγότερο συχνά ψυχωσικά συμπτώματα και βίωναν περισσότερες και μεγαλύτερες περιόδους ανάρρωσης (σύμφωνα με τα κριτήρια της έρευνας) ήταν επειδή είχαν υποστεί λιγότερες βλάβες από τη χρήση των φαρμάκων αυτών.[4] Οι φαρμακοεπαγόμενενες βλάβες (σταδιακή μείωση του όγκου του εγκεφάλου, μείωση του συνολικού όγκου της φαιάς ουσίας), που αποδεικνύονται σήμερα με μελέτες απεικόνισης εγκεφάλου[5], υποστηρίζει ο Γούιτακερ, μετατρέπουν τις δυνητικά αυτοπεριοριζόμενες[6] ψυχωτικές κρίσεις σε αναπηριογόνες και χρόνιες ασθένειες.[7]
Συμπέρασμα: Βασική προϋπόθεση για την μακρόχρονη ανάρρωση ή την οριστική ίαση, "τουλάχιστον για τους πάσχοντες που έχουν εξαρχής καλούς προγνωστικούς παράγοντες", είναι η έγκαιρη διακοπή των αντιψυχωτικών (η οποία, υπενθυμίζεται, πρέπει να γίνεται πάντα σταδιακά[8]) -γεγονός που επιβεβαιώνεται άλλωστε από τις ιστορίες ζωής πολλών πρώην χρηστών και "επιζησάντων της ψυχιατρικής", μερικές από τις οποίες μπορούμε να διαβάσουμε στο εξαίρετο βιβλίο "Βγαίνοντας από τα ψυχοφάρμακα - εμπειρίες επιτυχημένης διακοπής" που επιμελήθηκε ο κοινωνικός παιδαγωγός, συγγραφέας και ακτιβιστής Πέτερ Λέμαν (Peter Lehmann), πρώην έγκλειστος σε ψυχιατρείο και ο ίδιος και πρώην χρήστης αντιψυχωτικών και άλλων ψυχοφαρμάκων.[9]
• • • • •
Τα "αντιψυχωτικά" (ή νευροληπτικά ή μείζονα ηρεμιστικά, όπως ήταν η παλαιότερη και σωστότερη ονομασία τους) μπορεί να ανακουφίζουν προσωρινά ορισμένους πάσχοντες σε οξεία φάση, όχι όμως επειδή αντιστρέφουν μια υποτιθέμενη ψυχωτική διεργασία όπως διατείνεται η επίσημη ψυχιατρική, αλλά επειδή επιβραδύνοντας γενικότερα τον οργανισμό, τη συναισθηματική, γνωστική και κινητική δραστηριότητα, καταστέλλουν (ενδεχομένως) και τα λεγόμενα "θετικά" συμπτώματα της σχιζοφρένειας (παραληρηματικές ιδέες, ψευδαισθήσεις, αποδιοργανωμένη σκέψη, ομιλία και συμπεριφορά).[10] Ωστόσο, ούτε οι ιστορίες ζωής ανθρώπων που διαγνώστηκαν με σχιζοφρένεια και ανάρρωσαν πλήρως χωρίς ψυχιατρική αγωγή ούτε τα προερχόμενα από σοβαρές ανεξάρτητες έρευνες δεδομένα (όπως αυτή του Χάρροου) δεν φαίνεται να δικαιολογούν την καθαγιασμένη από την κυρίαρχη ψυχιατρική παρατεταμένη ή και εφ' όρου ζωής χρήση τους. Τα δεδομένα εξάλλου που προέρχονται από τα "εναλλακτικά μοντέλα συνάντησης με τον ψυχικό πόνο", σαν αυτά που παρουσιάζονται στο ομώνυμο βιβλίο[11], αποδεικνύουν ότι ένα σημαντικό ποσοστό πασχόντων μπορεί να ξεπεράσει και αυτές ακόμη τις οξείες φάσεις αποφεύγοντας εξ αρχής οποιοιδήποτε προσφυγή σε αντιψυχωτικά ή άλλα φάρμακα. Γεγονός που αποδέχθηκε πρόσφατα (Ιούνιος 2021) και ο μέχρι πρότινος υποστηρικτής αποκλειστικά και μόνο της φαρμακοθεραπείας Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας παρουσιάζοντας σε ένα πολυσέλιδο κείμενο του είκοσι επιτυχημένα εναλλακτικά θεραπευτικά μοντέλα από διάφορες περιοχές του κόσμου.[12]
Χρήστος Αμπελάς - Χρήστος Μπελόπουλος
ΨυχοΑντιΜαχίες
Βιβλιογραφικές αναφορές και σημειώσεις
1. Bruce Levine· "Anti-Authoritarians and Schizophrenia: Do Rebels Who Defy Treatment Do Better?" Mad in America.
2. Peter Gøtzsche, "Δέκα ψευδείς μύθοι της σύγχρονης ψυχιατρικής" ["Psychiatry gone astray" , Mad in America].
3. Martin Harrow, T. Jobe, R. Faull (2012). "Do all schizophrenia patients need antipsychotic treatment continuously throughout their lifetime? A 20-year longitudinal study." Psychological Medicine, 42(10), 2145-2155. doi:10.1017/S0033291712000220.
4. Robert Whitaker. "Interpreting Harrow’s 20-Year Results: Are the Drugs to Blame?" Mad in America.
5. Joanna Moncrieff, Ο μύθος της χημικής ίασης - μια κριτική της φαρμακευτικής ψυχοθεραπείας, συνέκδοση Oposito / Δίκτυο Ακούγοντας φωνές, 2019.
• Στο βιβλίο της (σελ. 188) η συγγραφέας αναφέρει, για παράδειγμα, τα αποτελέσματα μελέτης απεικόνισης εγκεφάλου σε ανθρώπους με πρώτο επεισόδιο ψύχωσης: "Τα αποτελέσματα έδειξαν", γράφει, "ότι αρκούν μόλις 12 εβδομάδες αγωγής με αλοπεριδόλη για να υπάρξει στατιστικά σημαντική μείωση της φαιάς ουσίας του εγκεφάλου των ασθενών σε σύγκριση με υγιή άτομα. Ένα χρόνο μετά η διαφορά ήταν ακόμη μεγαλύτερη". Ανάλογα είναι και τα αποτελέσματα στους πάσχοντες που χορηγήθηκε ολανζαπίνη (Zyprexa): "Μείωση του συνολικού όγκου της φαιάς ουσίας, με ενδείξεις συρρίκνωσης στον μετωπιαίο, βρεγματικό και ινιακό λοβό του εγκεφάλου".
• Για τους κριτικούς απέναντι στην ψυχιατρική φαρμακοθεραπεία ψυχιάτρους όπως ο Πήτερ Μπρέγγιν (Peter Breggin), συγγραφέας των βιβλίων "Τοξική Ψυχιατρική" (Toxic Psychiatry) και "Βλαπτικές για τον εγκέφαλο θεραπείες της ψυχιατρικής" (Brain-Disabling Treatments in Psychiatry), αλλά και για κάποιους "συστημικούς" ψυχιάτρους όπως η Νάνσυ Αντρέασεν (Nancy Andreasen), αρχισυντάκτρια για πολλά χρόνια στην "Αμερικανική Επιθεώρηση της Ψυχιατρικής" [American Journal of Psychiatry], οι βλάβες αυτές είναι φαρμακοεπαγόμενες (και όχι αποτέλεσμα της "διεργασίας της σχιζοφρένειας, όπως είναι η επίσημη εξήγηση) και συνδέονται με την αύξηση των αρνητικών συμπτωμάτων της σχιζοφρένειας (απάθεια, μειωμένη συναισθηματική απόκριση, κοινωνική απόσυρση) και των γνωστικών διαταραχών. Συνδέονται με την χρονιότητα.
6. «Γνωρίζουμε ότι για τους περισσότερους ανθρώπους οι περίοδοι ψύχωσης είναι αυτοπεριοριζόμενες…» (Jonnna Moncrieff, σελ. 138, ό.π.)
7. Robert Whitaker: "Τα ψυχιατρικά φάρμακα και η αύξηση των ψυχικών ασθενειών -Μακροπρόθεσμες συνέπειες μιας βραχυπρόθεσμης αποτελεσματικότητας" ["Psychiatric Drugs and the Rise of Mental Illness" / Outside mental Health: Voices and visions of madness].
• Bruce Levine, "Η ανατομία μιας επιδημίας· οι θέσεις του Robert Whitaker" [αποσπάσματα από το άρθρο του "Living in America will drive you insane --literally"].
8. Will Hall, "Οδηγός Μείωσης της Βλάβης για τη Διακοπή των Ψυχιατρικών Φαρμάκων".
9. Peter Lehmann - Άννα Εμμανουηλίδου (επιμέλεια), Βγαίνοντας από τα ψυχοφάρμακα - εμπειρίες επιτυχημένης διακοπής νευροληπτικών, αντικαταθλιπτικών, λιθίου και άλλων ρυθμιστικών της διάθεσης, ριταλίνης και αγχολυτικών. Εκδ. Νησίδες, 2013.
10. Joanna Moncrieff - Will Hall, "Ο μύθος των ψυχιατρικών φαρμάκων" ["The myth of chemical cure", Outside mental health - voices and visions of madness, 2016].
11. Peter Lehmann - Peter Stastny - Άννα Εμμανουηλίδου (επιμέλεια): Αντί της ψυχιατρικής - Εναλλακτικά μοντέλα συνάντησης με τον ψυχικό πόνο, εκδ. Νησίδες, 2012.
12. Robert Whitaker, "The who calls for radical change in global mental health", Mad in America.
Δείτε επίσης:
• David Cooper: "Τί είναι η σχιζοφρένεια;"
• Aaron Esterson: "Η ψυχική κατάρρευση"
• Roland Laing: "Μια περίπτωση εφηβικής σχιζοφρένειας"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου