Unica Zürn· μια προαναγγελθείσα αυτοκτονία

Από τη "σκοτεινή άνοιξη" της παιδικής ηλικίας, στην συγγραφική και εικαστική δημιουργία, την κατάθλιψη, την "τρέλλα" και την αυτοκτονία.


Η Unica Zürn το 1961 και σε νεαρή ηλικία

    Η Unica Zürn (Ούνικα Τσυρν) γεννήθηκε το 1916 σε μια αστική οικογένεια του Βερολίνου. Ο πατέρας της ήταν αξιωματικός του γερμανικού στρατού,[1] επίδοξος συγγραφέας και φανατικός συλλέκτης έργων ασιατικής τέχνης με τα οποία είχε γεμίσει το σπίτι όπου κατοικούσαν. Η μικρή Ούνικα τον λάτρευε και βίωνε ως εγκατάλειψη τις συχνές του απουσίες από το σπίτι, ενώ, αντίθετα, απεχθανόταν την μητέρα της, την οποία περιγράφει ως ψυχρή, αδιάφορη, απορριπτική και κακιά, μια πραγματική "μητέρα-αράχνη": «Η μητέρα της την απωθούσε από κοντά της σαν να ήταν αντικείμενο», γράφει σε τρίτο πρόσωπο στη μυθιστορηματική αυτοβιογραφική της νουβέλα "Σκοτεινή Άνοιξη".

    Σε ηλικία περίπου δέκα χρόνων βίωσε μια τραυματική εμπειρία που έμελλε να τη σημαδέψει για όλη της τη ζωή, όταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία αδελφός της την κακοποίησε βιάζοντάς της απειλώντας την ταυτόχρονα να μην αποκαλύψει τίποτα στους γονείς τους. Στο τραυματικό βίωμα της σωματικής επίθεσης ήρθε να προστεθεί το αίσθημα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης, καθώς οι γονείς της διατηρούσαν ο καθένας φανερά -και εν γνώσει των παιδιών τους- μια παράλληλη ερωτική ζωή . Με τους εραστές και τις ερωμένες να εναλλάσσονται, η Ούνικα ένιωθε ότι δεν άξιζε και πολλά, ότι ήταν γι' αυτούς μια ασήμαντη οντότητα. Και όταν μια ερωμένη του πατέρα της τής χάρισε μια μεγάλη πανέμορφη κούκλα, έβγαλε πάνω σ' αυτήν όλη την απελπισμένη οργή της: Της έβγαλε τα μάτια, την ξέσκισε, την κομμάτιασε. Μόνη παρηγοριά και καταφύγιο «για να μπορέσει να αντέξει τη ζωή», όπως γράφει, παρέμενε ο παράλληλος, αντισταθμιστικός κόσμος της ονειροπόλησης και της φαντασίωσης.

    Δύο χρόνια αργότερα, ερωτεύθηκε παράφορα έναν νεαρό ενήλικα άνδρα που συναντούσε στο κολυμβητήριο. Ένας έρωτας εξιδανικευμένος, σχεδόν παραληρηματικός, που την έκανε να τρέμει και να δακρύζει μόνο με την ανάμνηση του λατρευτού προσώπου. Σχεδίαζε πορτραίτα του (ανακαλύπτοντας έτσι τη ζωγραφική για χάρη του έρωτα) τα οποία έκρυβε επιμελώς, και κάποτε κατάπιε τη φωτογραφία του, που της είχε ο ίδιος χαρίσει, για να ενωθεί για πάντα μαζί του με μια μυστική "θεία ευχαριστία". Και όταν η μητέρα της, παρά τις προφυλάξεις, ανακάλυψε τι συμβαίνει και της απαγόρεψε να ξαναπάει στο κολυμβητήριο και να τον ξαναδεί, η Ούνικα βυθίσθηκε στην απελπισία και τη θλίψη. Και σκέφθηκε τότε για πρώτη φορά να θέσει τέρμα στη ζωή της, να αυτοκτονήσει πέφτοντας από το παράθυρο, όπως είχε πράξει πριν από κάποιον καιρό και ένας "τρελός" της θείος.[2]

Unica Zürn, άτιτλο, 1956
Unica Zürn, άτιτλο, 1960

    Το 1930, όταν η Ούνικα ήταν δεκατεσσάρων χρόνων, οι γονείς της χώρισαν οριστικά. Η Ούνικα με τον αδελφό της πήγαν να ζήσουν με τον πατέρα τους, ενώ η μητέρα τους παντρεύτηκε τον επόμενο χρόνο έναν υψηλόβαθμο αξιωματούχο των Ες-Ες. Ο πατέρας ξαναπαντρεύτηκε και αυτός λίγο αργότερα και το 1932 έγινε επίσης μέλος του ναζιστικού κόμματος. Η Ούνικα εγκατέλειψε το σχολείο στα δεκαπέντε της χρόνια, παρακολούθησε μαθήματα γραμματειακής υποστήριξης και εργάσθηκε για κάποιο διάστημα σε βιοτεχνία ενδυμάτων. Το 1933, μέσω των γνωριμιών και της επιρροής του πατριού της, προσλήφθηκε αρχικά ως δακτυλογράφος και αργότερα ως σεναριογράφος και δημιουργός διαφημιστικών ταινιών στην κρατική γερμανική εταιρεία κινηματογράφου (Universum Film AG - UFA), η οποία καθ' όλη τη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου υπήρξε όργανο προπαγάνδας του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος υπό την εποπτεία του Γκαίμπελς. Παρέμεινε στη UFA μέχρι το 1942, οπότε και παντρεύτηκε και απέκτησε σύντομα τα δύο της παιδιά, ένα κορίτσι το 1943 και ένα αγόρι το 1945. Το ένα από τα παιδιά μάλιστα γεννήθηκε κατά τη διάρκεια ενός σκληρού βομβαρδισμού του Βερολίνου κατά τον οποίο χτυπήθηκε και το κτήριο όπου βρισκόταν και ή ίδια την ώρα της εγκυμοσύνης της -μια ακόμη τρομακτική τραυματική εμπειρία.

    Η στάση της Ούνικα Τσυρν απέναντι στην ναζιστική ιδεολογία δεν είναι απολύτως ξεκάθαρη. Υπήρξε πάντως μέλος της γυναικείας ναζιστικής οργάνωσης εθελοντικής εργασίας ('Deutscher Frauenarbeitsdienst) και διατηρούσε κοινωνικές και οικογενειακές σχέσεις (μέσω της μητέρας της) με στελέχη του ναζιστικού κόμματος. Ισχυρίσθηκε αργότερα ότι δεν ήξερε τίποτα για τις βιαιότητες και τις κτηνωδίες των ναζιστών μέχρι το 1945 όταν άκουσε σε έναν πειρατικό ραδιοφωνικό σταθμό του Βερολίνου μια περιγραφή των φρικτών εγκλημάτων που διαπράττονταν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης[3] -μια "αποκάλυψη" που φαίνεται να την αποσταθεροποίησε ψυχολογικά για κάποιο διάστημα.

    Το 1949, όταν ανακάλυψε ότι ο σύζυγός της την απατούσε με τη γραμματέα του, αποφάσισε να χωρίσει και να αλλάξει ριζικά σελίδα στη ζωή της -απόφαση που σηματοδοτήθηκε και με την αλλαγή του μικρού της ονόματος από το Ρουθ, όνομα που χρησιμοποιούσε μέχρι τότε, σε Ούνικα. (Το πλήρες όνομά της ήταν Nora Berta Unika Ruth.)[4] Με δικό της αίτημα ο πρώην σύζυγός της ανέλαβε αυτός την επιμέλεια των παιδιών τους -πράξη για την οποία η Ούνικα θα βασανιζόταν από ενοχές για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Ζούσε πλέον με τους πενιχρούς πόρους που εξασφάλιζε γράφοντας παραμύθια και φανταστικές ιστορίες για το ραδιόφωνο και τις εφημερίδες του Βερολίνου, και συναναστρεφόταν το μικρό κύκλο των σουρεαλιστών καλλιτεχνών που σύχναζε στο καμπαρέ Die Badewanne ['Η μπανιέρα'] στο οποίο παιζόταν πρωτοποριακές πειραματικές παραστάσεις. Την ίδια εποχή συνδέθηκε ερωτικά με τον μποέμ πρωτοποριακό ζωγράφο και χορευτή Αλεξάντερ Καμάρο (Alexander Camaro)[5], ο οποίος ήταν και ο πρώτος που τη μύησε στην τέχνη της ζωγραφικής.

Unica Zürn, άτιτλο, 1965

    Το 1953 γνώρισε τον Χανς Μπέλμερ σε μια γκαλερί του Δυτικού Βερολίνου όπου αυτός εξέθετε έργα του. Η Ούνικα ήταν τότε 37 χρόνων, ο Μπέλμερ δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερός της και ήδη αναγνωρισμένος καλλιτέχνης. Η τέχνη του είχε χαρακτηρισθεί "εκφυλισμένη" από το ναζιστικό καθεστώς, και ο ίδιος είχε αναγκαστεί να καταφύγει στη Γαλλία, όπου και επέζησε κρυβόμενος κατά τη διάρκεια της εκεί γερμανικής κατοχής. Η γνωριμία αυτή έμελλε να αλλάξει ριζικά τη ζωή, τις ιδέες και την καλλιτεχνική πορεία της Ούνικα Τσυρν. Την επόμενη κιόλας χρονιά εγκαταστάθηκε μαζί του στο Παρίσι, αφήνοντας πίσω τα παιδιά της (ήταν 8 και 10 χρόνων αντίστοιχα), τα οποία και δεν ξαναείδε παρά μόνον αρκετά χρόνια αργότερα -μια εγκατάλειψη που μοιάζει σαν να θέλει μοιραία να επαναλάβει τα δικά της παιδικά βιώματα και τους δικούς της φόβους.
• • • • •

     Στο Παρίσι ο Μπέλμερ την έφερε σε επαφή με τους Γάλλους σουρεαλιστές και τη γνώρισε σε σημαντικές προσωπικότητες της τέχνης: τον Βίκτορ Μπράουνερ, τον Χανς Αρπ, τον Μαν Ρέι, τον Μαξ Ερνστ, την Ιζαμπέλ Βάντμπεργκ, τον Ρομπέρτο Μάττα και πολλούς άλλους. Με την ενθάρρυνση και καθοδήγησή του άρχισε να ασχολείται περισσότερο συστηματικά με την ποίηση και τη ζωγραφική. Έγραφε ποιήματα με χρήση αναγραμματισμών (μια τεχνική κατά την οποία οι λέξεις μιας φράσης ή ενός στίχου αποσυντίθενται στα γράμματα από τα οποία αποτελούνται και ανασυντίθενται σε νέες λέξεις και φράσεις) και επιδιδόταν σε εικαστικούς πειραματισμούς και στο "αυτόματο σχέδιο" (μια άλλη τεχνική κατά την οποία το χέρι του καλλιτέχνη κινείται ελεύθερα πάνω στο χαρτί για να εκφράσει το "ασυνείδητο" του -τεχνική που χρησιμοποιούν και ορισμένοι αυτοδίδακτοι καλλιτέχνες της λεγόμενης "ακατέργαστης τέχνης" [art brut], όπως η Ενριέτ Ζεφίρ και η Άννα Ζεμάνκοβα).

    Έγραφαν επίσης ποιήματα από κοινού με τον Μπέλμερ και δημιούργησαν μαζί πίνακες ζωγραφικής και σουρεαλιστικά σχέδια, καθώς και μια διάσημη σειρά φωτογραφιών, στις οποίες η Ούνικα πόζαρε γυμνή και δεμένη με ένα λεπτό σχοινί από τον εραστή της. Μια από τις φωτογραφίες αυτές επέλεξε μάλιστα το 1958 ο Αντρέ Μπρετόν για εξώφυλλο του τέταρτου τεύχους του περιοδικού "Le Surréalisme, même".[6] 

Εξώφυλλο του περιοδικού "Le Surréalisme, même" (1958)
Η Unica Zürn σε φωτογραφία του Hans Bellmer

    Το 1954, η γκαλερί Springer του Βερολίνου εξέδωσε με πρόλογο και επίμετρο του Χανς Μπέλμερ την πρώτη ποιητική της συλλογή με τον τίτλο "Hexentexte" ['Γραπτά μάγισσας'].[7] Αποτελούνταν από δέκα "ποιήματα-αναγράμματα" και έναν αντίστοιχο αριθμό σουρεαλιστικών σχεδίων. Τα σχέδια παριστάνουν ανθρωπόμορφα, υβριδικά όντα με μεικτά χαρακτηριστικά ζώων, πουλιών, οστρακόδερμων, ερπετών, εντόμων και φυτών, και κάποιες φορές με μάτια πολυάριθμα τοποθετημένα πάνω σε φτερούγες και όστρακα ή σε άλλα απρόσμενα σημεία. Σε κάθε ποίημα αντιστοιχούσε ένα συγκεκριμένο σχέδιο. Αλλά ενώ τα ποιήματα είναι γεμάτα με μοτίβα θανάτου, έρωτα και θλίψης και αναδύουν ένα αίσθημα μελαγχολίας, στα σχέδια αντίθετα επικρατεί μια παιχνιδιάρικη χαρούμενη διάθεση. Για παράδειγμα στο ποίημα με τίτλο "Αγαπάμε τον θάνατο" ['Wir lieben den tod'] αντιστοιχεί το σκίτσο ενός κεφάτου χιμαιρικού πλάσματος με ρύγχος αλιγάτορα.[8] (εικόνα) Ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους, της θλίψης και της χαράς, της μελαγχολίας και της ευτυχίας κινιόταν πάντα η ζωή της Ούνικα Τσυρν τόσο όταν ήταν "καλά", όσο και αργότερα όταν τα συναισθήματα της πήραν ακραίες εκφράσεις που της στοίχισαν τον χαρακτηρισμό της "ψυχικά ασθενούς".

    Το 1956 παρουσίασε για πρώτη φορά σχέδιά της (φτιαγμένα με σινική μελάνι) σε γκαλερί του Παρισιού. Η έκθεση έργων επαναλήφθηκε και την επόμενη χρονιά. Την προλόγισε μάλιστα ο συγγραφέας Αντρέ Πιερ ντε Μαντιάργκ και την επισκέφθηκαν σημαντικές προσωπικότητες της τέχνης, ανάμεσά τους ο Αντρέ Μπρετόν, ο Ρομπέρτο Μάτα, ο Φρανσίς Πόνζ, ο Βίκτορ Μπράουνερ και ο Ανρί Μισώ. Το έργο της Ούνικα Τσυρν αναγνωρίστηκε από τους σουρεαλιστές, και το 1959 συμμετείχε ως μέλος της υπερρεαλιστικής ομάδας του Παρισιού με τη λιθογραφία της "Zoobiologique"[9] στην Διεθνή Σουρεαλιστική Έκθεση [International Surrealist Exhibition - EROS] που είχε οργανώσει στο Παρίσι ο Αντρέ Μπρετόν μαζί με τον Μαρσέλ Ντυσάμπ.
• • • • •

    Το 1957 η Ούνικα γνώρισε τον ποιητή και ζωγράφο Ανρί Μισώ (Henri Michaux), που είχε έρθει να δει τα έργα της στην γκαλερί που τα εξέθετε. Η γνωριμία αυτή σηματοδότησε μια σημαντική και μοιραία αλλαγή στη ζωή της. Ο Μισώ είχε τα ίδια γαλανά μάτια με τον "άνδρα των γιασεμιών", μια πατρική-ερωτική οπτασία των παιδικών της χρόνων με την οποία είχε μυστικά "παντρευτεί". Η ομοιότητα εντυπωσίασε και συγκλόνισε την Ούνικα που πάντα πίστευε στην προκαθορισμένη σκοπιμότητα των φαινομενικά τυχαίων γεγονότων, στα κρυμμένα μηνύματα και στα σημεία. Η ομοιότητα αυτή πολύ σύντομα μετατράπηκε σε ταύτιση: Ο Μισώ ήταν πλέον γι' αυτήν ο ίδιος ο "Άνδρας των γιασεμιών".

    Σε κάθε περίπτωση, η εμφάνιση του Μισώ τη γύρισε αναμφίβολα πίσω στην παιδική της ηλικία, στις φαντασιώσεις εκείνης της εποχής, στα άλυτα προβλήματα και στα καταχωνιασμένα τραύματα. Γι΄αυτό, όπως έλεγε αργότερα η ίδια, η συνάντηση με τον Μισώ στάθηκε η τελική αφορμή, αν όχι η αιτία, που την οδήγησε σταδιακά στην ψυχική αποδιοργάνωση και την τρέλα: «Το σοκ αυτής της συνάντησης», γράφει στον "Άνδρα των γιασεμιών", «ήταν τόσο μεγάλο που δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει. Από εκείνη την ημέρα αργά, πολύ αργά άρχισε να χάνει τα λογικά της».[10]

Unica Zürn, άτιτλο. (Aπό την ποιητική
συλλογή "Oracles et Spectacles", 1968)
Unica Zürn, άτιτλο. (Aπό την ποιητική
συλλογή "Oracles et Spectacles", 1968)

    Λίγους μήνες μετά τη γνωριμία της με τον Μισώ, η Ούνικα πράγματι άρχισε να εμφανίζει κάποια σημάδια ψυχικής αποδιοργάνωσης και κατάθλιψης, αδιόρατα ακόμη στην καθημερινή της ζωή αλλά ανιχνεύσιμα σε έργα της εποχής εκείνης, όπως στη νουβέλα της "Το σπίτι των ασθενειών" (1958) ή σε ποιήματά της γραμμένα την ίδια χρονιά: "Η ζωή είναι φρικτή", "Το ποτήρι αδειάζει" είναι οι χαρακτηριστικοί τίτλοι δύο εξ αυτών.

    Η σχέση της με το Μπέλμερ δεν ήταν πια η ενθαρρυντική και υποστηρικτή σχέση των πρώτων χρόνων. Βυθιζόταν στην μιζέρια ή, τουλάχιστον, έτσι το έβλεπε η Ούνικα. Επιθυμούσε μια μεγάλη αλλαγή, μια ζωή πιο αυτόνομη, αλλά ταυτόχρονα δίσταζε και τη φοβόταν. Τελικά, το καλοκαίρι του 1960 μετά από έναν έντονο καυγά με τον Μπέλμερ, τον εγκατέλειψε και έζησε για ένα μικρό διάστημα μόνη της σε ένα ξενοδοχείο του Παρισιού. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς αποφάσισε να γυρίσει στο Βερολίνο για να κάνει έκτρωση και να εγκατασταθεί και πάλι στη γενέθλια πόλη της.

    Όμως η επιστροφή δεν ήταν όπως την περίμενε. Το διαιρεμένο Βερολίνο δεν ήταν πια ο κόσμος που είχε γνωρίσει. Τα παιδιά της είχαν μεγαλώσει και η συνάντηση μαζί τους αναζωπύρωσε τις ενοχές της. Η Ούνικα που «ήθελε πάντα έναν άνδρα να την συμβουλεύει και να της λέει: τώρα, κάνε αυτό»[11] ένιωθε μόνη και μπερδεμένη. Η συμπεριφορά της έγινε παράξενη. Κατακλύσθηκε από "οράματα" και παραληρητικές ιδέες, περιπλανήθηκε στους δρόμους του Βερολίνου, έσπασε την τζαμωτή πόρτα ενός κομμωτηρίου και λίγο αργότερα ενός ξενοδοχείου. Τελικά, οδηγήθηκε από την αστυνομία στο ψυχιατρείο.

    Ο Μπέλμερ ανήσυχος προσπάθησε να κινητοποιήσει τους φίλους του στο Βερολίνο να μεσολαβήσουν για να βγει άμεσα από το άσυλο, φοβούμενος ότι η στέρηση της ελευθερίας της θα οδηγούσε την Ούνικα σε απόπειρα αυτοκτονίας. Και πράγματι, η Ούνικα αποπειράθηκε να θέσει τέρμα στη ζωή της όταν, παρά τις διαμαρτυρίες της, παρέμεινε έγκλειστη και κατά το διάστημα των γιορτών των Χριστουγέννων.

    Την άνοιξη του 1961 επέστρεψε στο Παρίσι και ξανασυνδέθηκε με τον Μπέλμερ. Όμως. λίγους μήνες μετά μια νέα κρίση εκδηλώθηκε. Η Ούνικα παρουσίαζε και πάλι παράξενες ιεροτελεστικές συμπεριφορές και είχε γίνει ανήσυχη και νευρική. Τσακώθηκε με τον Μπέλμερ, κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος των έργων της πετώντας τα από το παράθυρο, έσπασε μια τζαμαρία του σπιτιού ρίχνοντας ένα σταχτοδοχείο, τον έβρισε, μετά μετάνιωσε και ζήτησε συγνώμη, και τελικά κατέληξε και πάλι στους δρόμους με "οράματα" και αλλόκοτες ιδέες να την κατακλύζουν. Οδηγήθηκε από την αστυνομία στο ψυχιατρείο της Αγίας Άννας, απ' όπου έλαβε εξιτήριο αρκετούς μήνες μετά, αλλά το 1963 εισήχθη και πάλι με παρόμοια συμπτωματολογία. Ακολούθησαν και άλλες νοσηλείες: Το 1964, μετά από μια επίσκεψη της κόρης της Κατρίν που είχε να τη δει τέσσερα χρόνια, στο ψυχιατρικό άσυλο Λαφόν (Λα Ροσέλ), το 1965 ξανά στο ψυχιατρείο της Αγίας Άννας και το 1966 στο Μαιζόν Μπλανς (Παρίσι).

Unica Zürn, άτιτλο, 1960

    Παρά την ψυχική της αναστάτωση και τις αλλεπάλληλες νοσηλείες της η Ούνικα δεν έπαψε όλο αυτό το διάστημα να γράφει και να σχεδιάζει. Τώρα τα σχέδια της απέδιδαν κάποιες φορές μια διάσταση τρόμου και κάποιες άλλες φορές προσπαθούσε να απεικονίσει σε αυτά "την τρομακτική ομορφιά" των οραμάτων που έβλεπε να "προβάλλονται" σαν κινηματογραφική ταινία στον ουρανό ή στους τοίχους των κελιών του ασύλου.[12]

    Έγραψε επίσης στο διάστημα αυτό μια σειρά αυτοβιογραφικών κειμένων (τα περισσότερα σε τρίτο πρόσωπο) προσπαθώντας να ανιχνεύσει τις αιτίες που την οδηγούσαν στην κατάθλιψη ή την "ψύχωση", να περιγράψει το βίωμα της τρέλας, όπως ίδια το ζούσε, αλλά και των επώδυνων εγκλεισμών της. "Ο άνδρας των γιασεμιών" και η "Σκοτεινή Άνοιξη" θεωρούνται τα σημαντικότερα από αυτά.

    Στον "Άνδρα των γιασεμιών", που γράφτηκε το 1965-1966, αφηγείται την ψυχωτική της κρίση (τις ψευδαισθήσεις και τα παραληρήματά της) που με μικρές υφέσεις διήρκεσε από το 1960 έως το 1963. Περιγράφει επίσης τις οδυνηρές εντυπώσεις της από τα ψυχιατρεία στα οποία οδηγήθηκε χωρίς τη θέλησή της, τις καταναγκαστικές θεραπείες που υπέστη, την συνειδητή της άρνηση να "θεραπευτεί": Δεν ήθελε να επιστέψει, γράφει στον "Άνδρα των γιασεμιών", «από την θεσπέσια κορυφή όπου αισθανόταν τόσο όμορφα» στην πεζή καθημερινότητα. «Μόνον όταν δεν θα θέλει πια η ίδια να έχει ψευδαισθήσεις -αυτές τις όμορφες αισθήσεις, τις υπέροχες συγκινήσεις που μπορεί να χαρίσει η ψυχική ασθένεια- μόνο τότε θα είναι έτοιμη να παραμείνει υγιής», προσθέτει σε ένα μεταγενέστερο κείμενό της[13]. (για περισσότερα βλέπε: "Οι αυτοβιογραφικές νουβέλες: Ο άνδρας των γιασεμιών")

    Στη "Σκοτεινή Άνοιξη" που γράφτηκε το 1967, αφηγείται τα παιδικά της χρόνια, τις σχέσεις της με τους γονείς της, τις πρώτες ερωτικές ανιχνεύσεις και εμπειρίες και τους τραυματισμός που υπέστη εκείνη την εποχή. (βλέπε επίσης: "Οι αυτοβιογραφικές νουβέλες: Η σκοτεινή Άνοιξη")

    Όπως επισημαίνουν οι μελετητές του έργου της, το κείμενο της "Σκοτεινής Άνοιξης" είναι πολύ περισσότερο στρωτό και ρέον απ' ότι "Ο άνδρας των γιασεμιών", όπου τα γεγονότα και οι χρονολογίες μπερδεύονται και συγχέονται συχνά. Ο τρόπος γραφής της αλλά και η συμπεριφορά της δείχνουν να έχει ξαναβρεί μετά από αρκετά χρόνια την ψυχική της ισορροπία, να έχει αφήσει πίσω την ψυχωτική της περίοδο. Πράγματι, την ίδια χρονιά συναντά τα παιδιά της και επανασυνδέεται συναισθηματικά μαζί τους. Είναι επίσης η χρονιά που δημοσιεύεται η δεύτερη ποιητική συλλογή της, "Oracles et Spectacles" ['Χρησμοί και Θεάματα'][14], που αποτελούνταν από 14 "ποιήματα-αναγράμματα" και επτά σχέδια φιλοτεχνημένα τα περισσότερα στις αρχές της δεκαετίας, και εκθέτει ξανά έργα της μαζί με έργα του Μπέλμερ σε γκαλερί του Ανόβερου. Την επόμενη χρονιά, το 1968, δημιουργεί τις "Σάλπιγγες της Ιεριχούς" [''Die Trompeten von Jericho'], μια συλλογή πεζών, ποιημάτων και σχεδίων. Η ζωή της φαινόταν να έχει οριστικά ισορροπήσει.


    Όμως το 1969 θα είναι μια χρονιά καταστρεπτική για την ίδια και τον σύντροφό της. Ο Μπέλμερ μετά από ένα εγκεφαλικό αιμορραγικό επεισόδιο είναι πλέον κατάκοιτος και σχεδόν αφασικός. Απογοητευμένος βυθίζεται στην κατάθλιψη και παραιτείται. Η ψυχολογική και σωματική κατάπτωση του και το βάρος των αυξημένων υποχρεώσεων της απέναντί του επιδρούν αρνητικά πάνω στην Ούνικα και την αποσταθεροποιούν για μια ακόμη φορά. Στις αρχές του 1970 εισάγεται και πάλι στον Μαιζόν Μπλανς όπου γράφει την τελευταία σχετική με την τρέλα αυτοβιογραφική νουβέλα της με τον ειρωνικό τίτλο "Διακοπές στο Μαιζόν Μπλανς". (βλέπε: "Οι αυτοβιογραφίες νουβέλες: Διακοπές στο Μαιζόν Μπλανς") Ενόσω ήταν στο ψυχιατρείο, ο Μπέλμερ με συμβουλή των γιατρών του της γράφει ένα γράμμα λέγοντας της ότι πλέον δεν μπορούν να συνεχίσουν να είναι μαζί: "Οι κρίσεις σου είναι πολύ βίαιες και επιθετικές. Και εγώ στην κατάσταση μου, είμαι χωρίς άμυνες…"

    Τον Μάιο του 1970, μετά από παρέμβαση του Ζωρζ Περέκ[15], έγινε δεκτή στην ψυχιατρική Κλινική Λα Σεσνέ [Clinique de la Chesnaie], την οποία είχε ιδρύσει το 1956 ο ψυχίατρος Κλωντ Ζανζιράρ (Claude Jeangirard) και διαπνεόταν από τις αρχές της θεσμικής ψυχοθεραπείας, όπως και το πρότυπό της, η περίφημη κλινική Λα Μπορντ των Ζαν Ουρύ και Φελίξ Γκουατταρί. Το περιβάλλον στην κλινική και η αντιμετώπιση των νοσηλευομένων ήταν τελείως διαφορετικό από την ατμόσφαιρα των δημοσίων ψυχιατρείων που είχε γνωρίσει μέχρι τότε. Η Ούνικα άρχισε γρήγορα να ξαναβρίσκει την ψυχική της ηρεμία. Στην κλινική Λα Σεσνέ θα γράψει και το τελευταίο αυτοβιογραφικό της κείμενο, "Συνάντηση με τον Μπέλμερ", όπου διηγείται τη ζωή της από το 1953 που τον γνώρισε και μετά, ένα κείμενο που απευθυνόταν κυρίως στα παιδιά της.

    Τον Οκτώβριο του ιδίου έτους της δίνεται πενθήμερη προσωρινή άδεια για να προετοιμάσει την οριστική της έξοδο και επανένταξη. Επισκέπτεται τον Μπέλμερ και, παρότι αυτός φαίνεται πως επέμενε στην αναγκαιότητα του χωρισμού τους, περάσανε μαζί μια ήσυχη και φιλική βραδιά. Το άλλο πρωί "χωρίς να δείξει κανένα ανησυχητικό σημάδι, και έτσι κανείς δεν μπόρεσε να τη συγκρατήσει, χωρίς κανέναν δισταγμό πήδησε από το παράθυρο και έβαλε τέλος στη ζωή της".[16]

Χρήστος Μπελόπουλος, 
Ντίνος Χατζηαθανασίου 

• • • • • • •


https://belopoulos.blogspot.com/2020/04/Unica-Zurn-2.html


  Σχετικές αναρτήσεις:




    Σημειώσεις


1. Το 1902 είχε διορισθεί τοπικός διοικητής στη Ναμίμπια, αποικία τότε των Γερμανών, θέση από την οποία αποπέμφθηκε δύο χρόνια αργότερα επειδή θεωρήθηκε υπεύθυνος για την εξέγερση της φυλής των Χερέρο.
    Οι Χερέρο επαναστάτησαν το 1904 όταν οι Γερμανοί θέλησαν να τους εκδιώξουν από τη γη τους και να την αναδιανείμουν σε αποίκους. Ακολούθησε γενικευμένη σφαγή τους, όπως και της γειτονικής φυλής των Νάμα που τους είχε συμπαρασταθεί. Όσοι επέζησαν είτε εξωθήθηκαν στην έρημο για να πεθάνουν από την πείνα και τη δίψα ή το δηλητηριασμένο από τους Γερμανούς νερό των πηγαδιών είτε οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασιας όπου και αποδεκατίσθηκαν από την ασιτία και τις κακουχίες. Μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εξοντώθηκε το 80% των Χερέρο και το 50% των Νάμα. Η Γερμανία αναγνώρισε τη γενοκτονία τη δεκαετία του 1990 (την πρώτη ουσιαστικά γενοκτονία του 20ου αιώνα -"πρότυπο" για τις μεταγενέστερες γενοκτονίες Αρμενίων, Ποντίων και Εβραίων από Τούρκους και Γερμανούς ναζιστές αντίστοιχα), αλλά κατά την πάγια και προσφιλή της τακτική αρνήθηκε, και εξακολουθεί φυσικά να αρνείται, να καταβάλλει και την παραμικρή αποζημίωση.

2. Λεγόταν Φαλλάντα και πίστευε ότι είχε γεννήσει από το αυτί του ένα μικρό κοριτσάκι. Μια μέρα κατά λάθος το σκότωσε και αυτοκτόνησε κι αυτός πέφτοντας από το παράθυρο. Την ιστορία του τη διηγείται η Ούνικα Τσυρν σε ένα κείμενο που περιέχεται στις "Σάλπιγγες της Ιεριχούς" ['Die Trompeten von Jericho', 1968], μια συλλογή πεζών και ποιημάτων της.

3. Esra Plumer, Unica Zürn: Art, writing and post-war surrealism, Bloomsbury Publishing, 2016.

4. Barbara Safarova Decharme, L’œuvre d’Achilles G. Rizzoli et d’Unica Zürn dans le cadre de l’art brut. Διδακτορική διατριβή, Université Diderot (Παρίσι), 2008: https://abcd-artbrut.net/

5. Η τέχνη του Alexander Camaro (1901-1992) είχε χαρακτηριστεί "εκφυλισμένη" από τους ναζιστές και είχαν απαγορευτεί οι εκθέσεις έργων του. Το 1944, όταν κλήθηκε να υπηρετήσει στο στρατό, αρνήθηκε να καταταγεί και κατέφυγε στην παρανομία μέχρι το τέλος της ναζιστικής περιόδου.

6. Το περιοδικό "Le Surréalisme, même" ['Ο σουρεαλισμός, ακόμη'], ένα από τα σημαντικότερα περιοδικά του υπερρεαλισμού, δημιουργήθηκε από τον Αντρέ Μπρετόν το 1956 και μέχρι το 1959 εξέδωσε συνολικά πέντε τεύχη. Συνεισέφεραν σ' αυτό η Τζόυς Μανσούρ, ο Μαν Ρέι, η Λεονόρα Κάρρινγκτον, ο Μαρσέλ Ντυσάμπ, ο Χανς Μπέλλμερ, ο Πιέρ Μολινιέ, o Ζαν Συστέρ, και πολλοί άλλοι.

7. Unica Zürn, "Hexentexte. Zehn Zeichnungen und zehn Anagramm-Texte", Galerie Springer, 1954. Beinecke Rare Book & Manusript Library: https://brbl-dl.library.yale.edu/vufind/Record/3547730

8. Natalie Haddad, "The Chimerical Creatures of Unica Zürn", The Paris Revue, April 4, 2018:
https://www.theparisreview.org/blog/2018/04/04/

9. Zoobiologique ["Ζωοβιολογικό"]

Unica Zürn, "Zoobiologique", 1959.
Πηγή: Esra Plumer (σημ. 3).

10. Unica Zürn, "Ο Άνδρας των γιασεμιών" ['Der Mann im Jasmin'].
     Γαλλική έκδοση:  "L 'Homme-Jasmin. Impressions d'une malade mentale", édit. Gallimard, 1999.

11. «Έχω ανάγκη από κάποιον […] να μου δίνει συμβουλές […] να μου λέει: τώρα, κάνε αυτό».  Αναφέρεται στο: Georges Bloess: "Corps magiques, corps tragiques: la création destructrice d’Unica Zürn": melusine-surrealisme.fr. http://melusine-surrealisme.fr/site/astu/BLOESS_ZURN.htm

12. Στις "Σημειώσεις σχετικά με την τελευταία (;) κρίση"[a] περιγράφει για παράδειγμα ένα από αυτά τα οράματα που θαύμαζε και "τη γέμιζαν ευτυχία", ίχνη του οποίου μπορούμε να δούμε σε πολλά σχέδια εκείνης της εποχής:
    Όταν η πόρτα κελιού της στο άσυλο όπου την οδήγησαν για μια ακόμη φορά έκλεισε πίσω της, η Ούνικα άρχισε να βλέπει, δραπετεύοντας έτσι από τη ζοφερή πραγματικότητα της απομόνωσης της, πρώτα στην ξεθωριασμένη πόρτα του κελιού και έπειτα στους τοίχους ολόγυρα να "προβάλλονται" σαν σε κινηματογραφική ταινία πρόσωπα, φυτά, ζώα, πουλιά, ψάρια και έντομα. Ένας κινούμενος ωκεανός εικόνων σε συνεχή μεταμόρφωση. Συνενώνονταν, συγχέονταν πάντα κινούμενα, για να σχηματίσουν στιγμιαία, ξανά και ξανά, νέα χιμαιρικά όντα σε απρόσμενους συνδυασμούς. Μια συνεχής ροή νέων, "πανέμορφων και τρομακτικών", πλασμάτων.
Μια άλλη φορά "είδε" τον ίδιο της τον εαυτό: Χορεύτρια υπέροχη να κινείται στον ρυθμό μιας φανταστικής μουσικής "που είχε η ίδια συνθέσει". Η σπονδυλική της στήλη γίνεται φίδι ευέλικτο, μετά πετά προς το φως, μεταμορφώνεται σε άστρο λαμπερό, σε "πανέμορφο τρομακτικό φυτό", σε πουλί με μεγάλο ράμφος, σε τίγρη….
    Εικόνες σαν κι αυτές ενέπνευσαν συχνά τα σχέδια της, αν και ήταν αδύνατο να αποδώσει ποτέ κανείς, όπως έλεγε, την "άφθαστη τελειότητα της οπτασίας".[b] 
 
    a. Unica Zürn, "Notizen zur letzten (?) Krise". Γαλλική έκδοση: "Notes concernant la dernière (?) Crise", παράρτημα στο L'Homme-Jasmin, ό.π.)
    b. Στη ίδια διαπίστωση έφθασε την ίδια περίπου εποχή και ο "μοιραίος" φίλος της Henri Michaux, όταν το 1964 συνεργαζόμενος με τον σκηνοθέτη Eric Duvivier θέλησε στην πειραματική ταινία "Images du monde visionnaire" ['Εικόνες του οραματικού κόσμου'] να αποδώσει τις ψυχεδελικές εμπειρίες που είχε με την μεσκαλίνη και με άλλα ψυχεδελικά με τα οποία πειραματιζόταν για μια δεκαετία. Ο Μισώ φαίνεται πως έδωσε μεσκαλίνη και στην Ούνικα Τσυρν, γεγονός που ίσως συνετέλεσε στην επίσπευση της κατάρρευσης τής ευαίσθητης ψυχολογικής της ισορροπίας που ξεκίνησε, πράγματι, λίγο καιρό μετά τη γνωριμία τους το 1957.

13. Unica Zürn, Notizen zur letzten (?) Krise ['Σημειώσεις σχετικά με την τελευταία (;) κρίση'], ό.π..

14. Unica Zürn, Oracles et spectacles, ed. Georges Visat, 196. Le livre surréaliste au féminin: http://lisaf.org/project/zurn-unica-oracles-spectacles/ 

15. Jannine Paque, "Une vie traversée: Unica Zürn", Çédille, revista de estudios franceses, n˚ 7, 2017: https://www.ull.es/revistas/index.php/cedille/issue/view/83

16. Ruth Henry, "Le printemps noir d'Unica", Obliques ('La femme surréaliste'), 1978.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου