Οι χοροεσπερίδες των τρελών στα ψυχιατρικά άσυλα του 19ου αιώνα - γραπτές και εικαστικές μαρτυρίες

 «Διασκεδάζουν τους τρελούς με παραστάσεις και χορούς, δεν τους αφήνουν, ωστόσο, ελεύθερους. Πάει να πει, ότι όλα αυτά είναι ανοησίες…»
(Άντον Τσέχωφ) [1]

Le bal des folles de la Mi-Carême à l'hôpital de la Salpêtrière, 1890
(Εικ. 1.)   Ζοζέ Μπελόν (José Belon)
Η χοροεσπερίδα των τρελών γυναικών την ημέρα της μεσοσαρακοστής
στο άσυλο της Σαλπετριέρης
, 1889

    Το "θεραπευτικό άσυλο" και η "ηθική θεραπεία"

  Από τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα και κυρίως μετά τη Γαλλική Επανάσταση, με την επικράτηση των ιδεών του διαφωτισμού και την ανάπτυξη του φιλανθρωπικού κινήματος ξεκίνησε σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης και στη Βόρεια Αμερική μια προσπάθεια εξανθρωπισμού των χώρων εγκλεισμού των "παραφρόνων" (των ασύλων-φυλακών) παράλληλα με την ιατρικοποίηση της τρέλας. Οι βάρβαρες πρακτικές (το αλυσόδεμα, οι σωματικές τιμωρίες, οι ξυλοδαρμοί, η χρόνια και συχνά εφ' όρου ζωής απομόνωση) περιορίστηκαν ή αντικαταστάθηκαν με νέες κατασταλτικές τεχνικές (π.χ.: "στροβιλιζόμενο κάθισμα", "ηρεμιστική πολυθρόνα", "σχοινιά καθήλωσης", "ζουρλομανδύες"[2]), που τώρα όμως παρουσιάζονταν όχι ως μέσα βίαιης επιβολής και τιμωρίας αλλά ως δήθεν "ιατρικές θεραπείες", επιστημονικά τεκμηριωμένες όπως θα λέγαμε σήμερα, ικανές να ηρεμήσουν εν ανάγκη τους ανήσυχους παράφρονες μέσω της επίδρασης που θα μπορούσαν (υποτίθεται) να έχουν (σύμφωνα με τις ευφάνταστες θεωρίες της εποχής) σε διάφορους φυσιολογικούς μηχανισμούς –όπως ακριβώς και οι σημερινοί ψυχίατροι δικαιολογούν την χρήση των ψυχοφαρμάκων με την αστήρικτη ψευδο-επιστημονική θεωρία της "χημικής ανισορροπίας". (βλέπε: "Ο μύθος της χημικής ίασης") 

    Παράλληλα, οι μεταρρυθμιστές "φρενίατροι" (οι ψυχίατροι των ασύλων των αρχών του 19ου αιώνος) πίστευαν ότι θα μπορούσαν να περισπάσουν τους έγκλειστους από την τρέλα τους, από τις σκέψεις και τα αρνητικά τους συναισθήματα, προσφέροντάς τους ψυχαγωγικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες (περιπάτους, γυμναστική, συλλογικά παιχνίδια, αναγνώσεις επιλεγμένων κειμένων, ζωγραφική, μουσική, θεατρικές παραστάσεις, χορούς…), αλλά και συστηματική εργασία, "συζητήσεις"[3] και συμβουλές -δραστηριότητες και πρακτικές που έγιναν γνωστές, στη Γαλλία κυρίως, με τον αμφισβητήσιμο όρο "ηθική θεραπεία" (traitement moral).[4] Αυτό το μείγμα ήπιων και καταναγκαστικών πρακτικών, "όπου συνυπήρχαν το καλό και το κακό, ο σαδισμός και η φιλανθρωπική αγγελικότητα"[5], χαρακτήριζε το "θεραπευτικό άσυλο" της ψυχιατρικής του 19ου αιώνα. Στόχος ήταν να πεισθούν οι παράφρονες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να συμμορφωθούν με τους κανόνες του ασύλου και της κοινωνίας, να αποδεχτούν τελικά την "αρρώστια" και το λάθος τους υποτασσόμενοι στην αυθεντία και την "αλήθεια" του γιατρού-πατέρα. 

Ιατρικά επιχειρήματα ενάντια στις ακούσιες νοσηλείες και στις καταναγκαστικές θεραπείες της ψυχιατρικής (Robert Whitaker)

«Το πρόβλημα ποιος είναι και ποιος δεν είναι κατάλληλος για εγκλεισμό θα εξαλειφόταν, αν αποδεχόμασταν χωρίς περιφράσεις τον ακούσιο εγκλεισμό γενικά σαν
ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας
Thomas Szasz [1]

Το κύριο επιχείρημα ενάντια στην ακούσια νοσηλεία και την καταναγκαστική θεραπεία των ψυχικά πασχόντων είναι ότι αυτές οι ενέργειες, που γίνονται με την κάλυψη του Κράτους [και συχνά με την βίαιη συμβολή της αστυνομίας], παραβιάζουν βασικά πολιτικά δικαιώματα του ατόμου· στερούν από έναν άνθρωπο την ελευθερία και την προσωπική του αυτονομία, και το κάνουν αυτό χωρίς να υπάρχει καμία ποινική κατηγορία. Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία υποστηρίζει αυτήν τη θέση απαγορεύοντας κάθε διάκριση ως προς τα εν λόγω δικαιώματα.[…] 

    Πέραν αυτού, υπάρχουν και επιχειρήματα που στηρίζονται στην ίδια την ιατρική επιστήμη και μπορούν να χρησιμοποιηθούν επικουρικά στον αγώνα μας ενάντια στην ακούσια καταναγκαστική νοσηλεία και θεραπεία.

Κριτική ψυχιατρική. Kριτική ψυχολογία. Eναλλακτικά μοντέλα προσέγγισης της ψυχικής δυσφορίας και οδύνης. Bιωματικές μαρτυρίες -Συνοπτική βιβλιογραφία

κριτική βιβλιογραφία

    Η κριτική βιβλιογραφία έχει εμπλουτιστεί τις τελευταίες δεκαετίες με έναν μεγάλο και συνεχώς αυξανόμενο αριθμό βιβλίων και επιστημονικών άρθρων που απορρίπτουν το κυρίαρχο μονοδιάστατο βιοϊατρικό μοντέλο της ψυχικής οδύνης, αμφισβητούν την αυθεντία των "ειδικών" και προτείνουν εναλλακτικούς τρόπους προσέγγισης και "θεραπείας" των πασχόντων. Ασκούν, επίσης, κριτική στα κυρίαρχα ρεύματα της κατεστημένης ψυχολογίας (τη "θεραπαινίδα της ψυχιατρικής"), στις ψυχοθεραπείες που συχνά εμφανίζονται με ανθρωπιστικό προσωπείο, στην συντηρητική ψυχανάλυση και στην γενικευμένη ψυχολογικοποίηση-παθολογικοποίηση των διαταρακτικών συμπεριφορών και της κοινωνικής δυσφορίας. Αν και ελάχιστα από τα βιβλία αυτά έχουνε εκδοθεί στα ελληνικά, η κατάσταση φαίνεται πως αρχίζει να αλλάζει τα τελευταία χρόνια καθώς δημιουργείται σταδιακά ένα κοινό περισσότερο ανοιχτό στις κριτικές φωνές, τις εναλλακτικές προσεγγίσεις και τα δικαιώματα των ψυχικά πασχόντων. Από την φτωχή αυτή ελληνική βιβλιογραφία επιλέγουμε και προτείνουμε τους παρακάτω τίτλους: 

Η εξέγερση των τρελών στο άσυλο της Bicêtre στα τέλη του 19ου αιώνα

Henri Meyer, Une révolte de fous à Bicêtre, 1890
Henri Meyer, Une révolte de fous à Bicêtre, 1890

    Στο παρισινό ψυχιατρικό άσυλο της Μπισέτρ υπήρχε από τα μέσα του 19ου αιώνα μια ειδική πτέρυγα "υψίστης ασφαλείας", όπως θα λέγαμε σήμερα, στην οποία έκλειναν υπόδικους πάσχοντες που περίμεναν να δικαστούν αλλά και τους "δυνητικά επικίνδυνους" τρελούς, τους "δύστροπους" και τους ανυπότακτους. Το τμήμα, στο οποίο επικρατούσαν άθλιες συνθήκες, μπορούσε να "φιλοξενήσει" μέχρι τριάντα κρατουμένους. Στις 25 Μαίου του 1890, ορισμένοι από αυτούς εξεγέρθηκαν, επιτέθηκαν και κακοποίησαν τους φύλακες τους. Με επέμβαση του στρατού, η εξέγερση γρήγορα έλαβε τέλος. Οι εξεγερμένοι διαχωρίστηκαν και διακομίστηκαν σε διαφορετικά άσυλα. 

Η σφαγή ιερόδουλων και "τρελών" γυναικών εγκλείστων στο άσυλο της Σαλπετριέρης τον Σεπτέμβριο του 1792

Massacre à la Salpétrière des femmes de mauvaise vie

Η σφαγή στο άσυλο της Σαλπετριέρης τον Σεπτέμβριο του 1792

Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας (BnF)

     Στο άσυλο της Σαλπετριέρης[1] υπήρχε από το 1684 ένα κτήριο-φυλακή στο οποίο εγκλείονταν οι επικίνδυνες παράφρονες (ή θεωρούμενες ως τέτοιες) μαζί με γυναίκες ελευθέρων ηθών, εκπορνευόμενες ή μοιχαλίδες. 

   Στο προαύλιο αυτού του κτηρίου κατά τη διάρκεια των "Σφαγών του Σεπτεμβρίου" του 1792 ‒ όταν ριζοσπάστες επαναστάτες των λαϊκών τάξεων, οι λεγόμενοι "αβράκωτοι" ("sans-culottes"), εισέβαλαν στις φυλακές για να σκοτώσουν τους κρατούμενους αριστοκράτες και ιερείς που σύμφωνα με φήμες σχεδίαζαν να αποδράσουν μαζικά, να ενωθούν με τους προελαύνοντες Πρώσους που είχαν εισβάλει στη Γαλλία και να επαναφέρουν τη μοναρχία[2]δολοφονήθηκαν, αφού πρώτα βιάσθηκαν κάποιες από αυτές, τριάντα πέντε από τις έγκλειστες γυναίκες, στην συντριπτική πλειοψηφία τους "παράφρονες". (Οι αβράκωτοι, ωστόσο, απελευθέρωσαν τις περισσότερες από τις κρατούμενες πόρνες.) 

Απο-ιατρικοποιώντας τη δυστυχία· ψυχιατρική, ψυχολογία και ανθρώπινη κατάσταση

Η ψυχική αναταραχή δεν είναι χωρίς νόημα, δεν είναι "ασθένεια",
αλλά μια αντίδραση σε έναν κόσμο που βιώνεται ως εχθρικός...

De-Medicalizing Misery

    «Η τρέλα, η δυστυχία και η αγωνία είναι εμπειρίες που -από όσο μπορούμε να γνωρίζουμε- οι άνθρωποι πάντα αντιμετώπιζαν. Ωστόσο, μόνο κατά τη διάρκεια των τελευταίων διακοσίων ετών, και ειδικότερα τα τελευταία χρόνια, αυτές οι εμπειρίες κατέληξαν να θεωρούνται αποκλειστική περιοχή των ειδικών και συγκεκριμένα των ιατρών. […] Σ' αυτόν τον τόμο προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι η σύγχρονη αντίληψη της τρέλας και της δυστυχίας ως ασθενειών, αρρώστιας και διαταραχών που μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνο μέσα σε ένα εξειδικευμένο σώμα γνώσης αποτυγχάνει να ανταποκριθεί δίκαια στο εύρος και το νόημα των εμπειριών στις οποίες αναφέρονται οι έννοιες αυτές.  

    Χαρακτηρίζοντας την αγωνία των ανθρώπων ως αρρώστια, παραβλέπουμε την κακοποίηση που μπορεί να έχουν βιώσει τα άτομα και με μια πιο ευρεία έννοια, κρύβουμε τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης κοινωνίας, που μετατρέπουν τη διανοητική υγεία σε μια επισφαλή κατάσταση για πολλούς ανθρώπους. Ενθρονίζουμε μια πολύ συγκεκριμένη και μεροληπτική "αλήθεια", προκαλώντας βία στην εμπειρία της ζωής και την υποκειμενικότητα εκείνων που υποτίθεται ότι "βοηθάμε". 

    Οι διαγνώσεις σχιζοφρένειας, κατάθλιψης ή "διαταραχής αντιδραστικής προσκόλλησης" αποτελούν εντελώς ανεπαρκείς περιγραφές τόσο των προβλημάτων και των δυσκολιών που βιώνουν οι άνθρωποι όσο και της ιστορίας της ζωής τους μέσα στην οποία βρίσκονται αυτά τα προβλήματα. Τέτοιες ταμπέλες καθιστούν τις εμπειρίες των ανθρώπων άνευ νοήματος, λες και υποδηλώνουν ένα εξάνθημα, ένα βράσιμο στο στήθος ή βήχα. Επιπλέον, οι εμπειρίες με τις οποίες έχουμε εξοικειωθεί κάτω από την επικεφαλίδα "ψυχιατρικά συμπτώματα" μπορεί να είναι ένα σήμα ότι δεν είναι όλα καλά, ένα σήμα ότι κάτι πρέπει ν' αλλάξει, παρά ένα πρόβλημα αυτό καθ' αυτό. Όμως, όπως είδαμε σ' αυτόν τον συλλογικό τόμο, αυτή η προοπτική αποτελεί ανάθεμα για τις τρέχουσες ηγεμονικές ιατρικές αντιλήψεις.

Αντουάν Βιέρτς, "Πείνα, τρέλα, έγκλημα"

Antoine Wiertz, "Faim, Folie, Crime", 1853
Musée Antoine Wiertz / Μουσείο Αντουάν Βιέρτς, Βρυξέλλες

    Μια μικρή αδειανή και μισοερειπωμένη καλύβα...
Από την τρύπα που χάσκει στην οροφή φαίνεται ένα κομμάτι ουρανού και το γυμνό διχαλωτό κλαδί ενός δένδρου -αναφορά, σύμφωνα με τον Σάντερ Γκίλμαν, στο διχαλωτό ραβδί, εικαστικό σύμβολο από παλιά της τρέλας (αλλά και του δαίμονα) πριν αντικατασταθεί οριστικά από την "μαρόττα" (το σκήπτρο των μπουφόνων που είχε στο ένα άκρο του μια σκαλισμένη κεφαλή).[1] Πάνω στο τραπέζι ένα αδειανό κοφίνι, ένα λερωμένο πριν από μέρες πιάτο, ένα σαπισμένο μήλο, και κάτω στο πάτωμα ριγμένη μια αίτηση για οικονομική βοήθεια που δεν έφθασε ποτέ. 

     Μια νεαρή γυναίκα με φθαρμένα στους αγκώνες ρούχα κάθεται σε ένα πεζούλι. Έχει το στερεμένο από την ασιτία στήθος της γυμνό, σημάδι πως μόλις πριν από λίγο προσπάθησε μάταια να θηλάσει το νεογέννητο μωρό της. Γελά με ένα γέλιο τρελό: Στο ένα της χέρι κρατά ένα ματωμένο μαχαίρι και στα γόνατά της το άψυχο σώμα του μωρού τυλιγμένο με ένα λευκό πανί ματωμένο στο ύψος των ποδιών του. Το κομμένο πόδι του μικρού παιδιού -γκροτέσκα λεπτομέρεια- προεξέχει από μια χύτρα κρεμασμένη στο τζάκι. Αποκάτω της, καπνίζουν προσπαθώντας να ανάψουν τα κομμάτια ενός σπασμένου επίπλου μαζί με το παπούτσι της γυναίκας (ο μονοσάνδαλος, ένα ακόμη σύμβολο της παραφροσύνης)

Gary Greenberg: Η βιομηχανία της κατάθλιψης - η άγνωστη ιστορία μιας σύγχρονης "ασθένειας"

     Η διάγνωση της "κατάθλιψης" είναι σήμερα η πιο διαδεδομένη ψυχιατρική διάγνωση και ο αριθμός των ανθρώπων που παίρνουν αντικαταθλιπτικά αυξάνεται συνεχώς και με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας το 5% του παγκόσμιου ενήλικου πληθυσμού "μαστίζεται" από την "επιδημία της κατάθλιψης", με τα ποσοστά να είναι πολύ υψηλότερα στις δυτικές χώρες και σε ορισμένες ομάδες του πληθυσμού: στις γυναίκες, στους εφήβους, στους φοιτητές και στους ηλικιωμένους. 

     Πως όμως φτάσαμε σ' αυτήν την ανησυχητική κατάσταση, σ' αυτήν την επιδημία διαγνώσεων κατάθλιψης όταν μέχρι τη δεκαετία του 1950 η κατάθλιψη ήταν μια σχετικά σπάνια ασθένεια που αφορούσε ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων; 

Γκάρι Γκρίνμπεργκ, Η βιομηχανία της κατάθλιψης

     Ο Αμερικανός ψυχολόγος-ψυχοθεραπευτής Γκάρυ Γκρίνμπεργκ στο βιβλίο του "Η βιομηχανία της κατάθλιψης"[1] (ο τίτλος του οποίου παραπέμπει στη "Βιομηχανία της τρέλας"[2] του Τόμας Σας) παρουσιάζει με πολλές λεπτομέρειες την πορεία των ψυχιατρικών ιδεών (από τον 19ο αιώνα και μετά), και πως αυτή (παρακάμπτοντας ή διαστρέφοντας τις θέσεις του Σίγκμουντ Φρόυντ και του Άντολφ Μέγιερ) κατέληξε στη σύγχρονη μονοδιάστατη ψυχιατρική αντίληψη για την κατάθλιψη ως "ασθένεια" του εγκεφάλου, ως ασθένεια που οφείλεται στην χημική ανισορροπία κάποιων νευροδιαβιβαστών, η οποία μπορεί να διορθωθεί με τη λήψη "αντικαταθλιπτικών" φαρμάκων. 

Ίαν Πάρκερ - Νταβίντ Παβόν-Κουεγιάρ· "Ψυχανάλυση και Επανάσταση" • Μανιφέστο για μια "κριτική ψυχανάλυση" (βιβλιοπαρουσίαση)

Μπορεί η ψυχανάλυση αντί να είναι ένα μέσο ψυχολογικοποίησης,
ένα ακόμη εργαλείο προσαρμογής,
να αποτελέσει ένα όπλο κατά της εξουσίας;

Psychanalysis and Revolution

    Στο βιβλίο τους "Ψυχανάλυση και Επανάσταση",[1] ο Ίαν Πάρκερ (καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λέστερ, λακανικός ψυχαναλυτής και μέλος της επαναστατικής-τροτσκιστικής οργάνωσης Anti-Capitalist Resistance) και ο Νταβίντ Παβόν Κουεγιάρ (μαρξιστής καθηγητής κοινωνικής ψυχολογίας και λακανικής ψυχανάλυσης στο Πανεπιστήμιο του Μιτσοακάν, στο Κεντρικό Μεξικό) ασκούν έντονη κριτική στην ψυχιατρική, την ψυχολογία, την ψυχοθεραπεία αλλά και την συμβατική-συντηρητική ψυχανάλυση, την ψυχανάλυση όπως αυτή ασκείται από την συντριπτική πλειοψηφία των σημερινών ψυχαναλυτών, υιοθετώντας τις κριτικές που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί από την μαρξιστική αριστερά, την αντιψυχιατρική[2] και τα ριζοσπαστικά φεμινιστικά κινήματα. 

    Τα "ψ-επαγγέλματα", της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας συμπεριλαμβανομένης, ακόμη και όταν εμφανίζονται με "ανθρωπιστικές" ή "μεταρρυθμιστικές" μεταμφιέσεις -και ίσως περισσότερο με αυτές-, δεν μπορούν παρά να λειτουργούν ως μηχανισμοί ελέγχου και τεχνικές προσαρμογής: Οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας, ανεξάρτητα από την πολιτική ταυτότητα που οι ίδιοι δηλώνουν, εκπαιδεύονται για να ανάγουν τα προβλήματα που προκαλούνται από την καταπίεση, την εκμετάλλευση, τις διακρίσεις, την αλλοτριωτική πραγματικότητα της σύγχρονης ζωής στο επίπεδο της ατομικής ψυχολογίας, αλλοτριώνοντας έτσι διπλά τους ανθρώπους που προσφεύγουν σ' αυτούς. Μας "θεραπεύουν" και μας "ενδυναμώνουν" όχι για να μπορέσουμε να αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά για να μπορέσουμε να τον αντέξουμε όπως αυτός είναι, να πάψουμε να δυσφορούμε, να προσαρμοστούμε στην νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική πραγματικότητα, και αυτήν "την προσαρμογή που διαιωνίζει ό,τι μας καταπιέζει" είναι που οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι αποκαλούν πολύ συχνά ψυχική υγεία. "Υπόσχονται μια θεραπεία της δυσφορίας σε έναν κόσμο δομικά οργανωμένο γύρω από την αλλοτρίωση." Υπόσχονται ν' αλλάξουν το άτομο για παραμείνουν τα πράγματα όπως ακριβώς είναι:
  
    Η ψυχιατρική, η ψυχολογία, η ψυχοθεραπεία, διαβάζουμε, "αυτά τα τρία στοιχεία του ψ-συμπλέγματος αυτό το πυκνό δίκτυο θεωριών και πρακτικών για το ανθρώπινο υποκείμενο που εγγυάται και ενισχύει την εξουσία υπό τον καπιταλισμό και την πατριαρχία, συνυφαίνεται σε μια παγκόσμια ιδεολογική διαδικασία ψυχολογικοποίησης, συμβάλλοντας στην προέλαση του ψυχολογικού εις βάρος του πολιτικού, του κοινωνικού και του πολιτισμικού […] Η ψυχολογικοποίηση, στις διάφορες ανταγωνιστικές πτυχές της, ανάγει τα ποικίλα πολιτισμικά, κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα σε ψυχολογικούς μηχανισμούς" (σελ. 202)· το πολιτικό από-πολιτικοποιείται, υποβιβάζεται στο ψυχολογικό, "στην προσωπικότητα, στον εσωτερικό κόσμο των υποκειμένων, στα ένστικτα, στα συμπλέγματα, στο φαντασιακό ή στην παθολογία".  Η ψυχιατρική και η ψυχολογία "επιτελούν ένα έργο διαχωρισμού, κλείνοντας τον καθένα από εμάς στη δική του προσωπική 'ασθένεια', κάνοντας μας να ξεχνάμε την κοινή προέλευση των δεινών μας".

Αντί της ψυχιατρικής - εναλλακτικά μοντέλα συνάντησης με τον ψυχικό πόνο

    «Το "αντί" δεν σημαίνει πλέον απλά εναντίον. Σημαίνει επίσης -ή κυρίως- "εναλλακτικά προς", "απέναντι" ή "ανεξάρτητα από" την ψυχιατρική.
Αυτός είναι ο λόγος που οι φίλοι της εξαναγκαστικής ψυχιατρικής και της φαρμακοβιομηχανίας κρατούν μια στάση ιδιαίτερα αρνητική απέναντι στη σύγχρονη, ανθρωπιστική αντιψυχιατρική, που προσανατολίζεται στο
κίνημα των επιζώντων της κλασικής ψυχιατρικής.»[1]

• • • • •

Alternatives Beyond Psychiatry

    Τα κείμενα του βιβλίου είναι γραμμένα από ανθρώπους με προσωπική ψυχιατρική εμπειρία, ακτιβιστές του κινήματος των επιζώντων της ψυχιατρικής, και από ριζοσπάστες εναλλακτικούς θεραπευτές που αμφισβητούν το βιο-ιατρικό μοντέλο της ψυχικής δυσφορίας, την εγκυρότητα των ψυχιατρικών διαγνώσεων και τις εξαναγκαστικές πρακτικές της κυρίαρχης ψυχιατρικής που μετατρέπουν τους ανθρώπους σε κρίση σε χρόνιους ασθενείς και μόνιμους χρήστες ψυχιατρικών υπηρεσιών. 

    Ορισμένα από τα κείμενα είναι προσωπικές βιωματικές αφηγήσεις, ιστορίες ανάρρωσης που περιγράφουν εξατομικευμένους τρόπους αντιμετώπισης της ψυχωτικής κρίσης, ενώ άλλα παρουσιάζουν τις βασικές αρχές και τον τρόπο λειτουργίες εναλλακτικών μοντέλων αντιμετώπισής της, όπως το πρόγραμμα "Σωτηρία"[2] που εμπνεύσθηκε ο Αμερικανός ψυχίατρος Λόρεν Μόσερ (Loren Mosher), το φιλανδικό μοντέλο των "Ανοιχτών διαλόγων", η θεραπευτική κοινότητα "Windhorse" ["Το άλογο του ανέμου"][3] που ίδρυσε ο ψυχίατρος και καθηγητής της διαλογιστικής ψυχολογίας Έντουαρντ Πόντβολ (Edward Podvoll), οι ομάδες στήριξης του Δικτύου "Ακούγοντας φωνές",[4] η "Καλύβα των κρίσεων" της Νέας Υόρκης, το "Σπίτι Φυγής" του Βερολίνου, το πρόγραμμα "La cura" ['Ίαση"] της Σικελίας… Τα τελευταία έχουν ιδρυθεί από κινήματα επιζησάντων της ψυχιατρικής και λειτουργούν χωρίς τη συμβολή ψυχιάτρων ή άλλων επαγγελματιών ψυχικής υγείας που δεν είχαν ποτέ και οι ίδιοι προσωπική ψυχιατρική εμπειρία.

"Οικογενειακή ζωή" ["Family life", 1971], μια ταινία του Ken Loach από την εποχή της αντιψυχιατρικής

    Η ταινία αφηγείται την ιστορία μιας νεαρής κοπέλας, της Τζάνις, που ζει στα τέλη της δεκαετίας του 1960 σε ένα μουντό εργατικό προάστιο του Λονδίνου μαζί με τους υποταγμένους στις κοινωνικές συμβάσεις και στην υποκριτική ηθική της εποχής "φυσιολογικούς" γονείς της. Όταν η Τζάνις που προσπαθεί δειλά να αποστασιοποιηθεί και να επιλέξει το δικό της δρόμο μένει έγκυος, οι γονείς της την εξαναγκάζουν να υποβληθεί σε έκτρωση, "για το καλό της", και λίγο αργότερα, μετά από έναν έντονο καυγά και ένα βίαιο αλλά απόλυτα κατανοητό ξέσπασμά της, την οδηγούν στο ψυχιατρείο θεωρώντας ότι οι επιλογές και οι συμπεριφορές της δεν μπορεί παρά να είναι απόρροια κάποιας "αρρώστιας".

    Στο ψυχιατρείο αρχικά την αναλαμβάνει ένας ριζοσπάστης ψυχίατρος, ο Μάικ, ο οποίος αμφισβητεί τις "θεραπείες" της κυρίαρχης ψυχιατρικής. Ο Μάικ έχει ιδρύσει μια πειραματική θεραπευτική μονάδα (που μας θυμίζει ανάλογες προσπάθειες που επιχείρησαν ο Ρόναλντ Λαινγκ και ο Ντέιβιντ Κούπερ στα παραδοσιακά ψυχιατρεία που εργάστηκαν πριν ιδρύσουν τις δικές τους αντιψυχιατρικές θεραπευτικές κοινότητες) και δεν θεωρεί τους νεαρούς "ασθενείς" του ως πραγματικά αρρώστους. Η διοίκηση όμως του Νοσοκομείου αποφασίζει γρήγορα να βάλλει τέρμα στους πειραματισμούς. Την Τζάνις αναλαμβάνει τώρα ένας "κανονικός" ψυχίατρος, ο οποίος δεν αργεί να διαγνώσει "σχιζοφρένεια" και να αρχίσει να της χορηγεί ισχυρές δόσεις ψυχοφαρμάκων και ηλεκτροσόκ. Η πορεία της Τζάνις προς τη χρονιότητα είναι πλέον προδιαγεγραμμένη… Στην τελευταία σκηνή της ταινίας η Τζάνις οδηγείται από μια νοσοκόμα σε ένα αμφιθέατρο μπροστά σε μια ομάδα συναισθηματικά αδιάφορων φοιτητών, μελλοντικών ψυχιάτρων. Η άβουλη, πειθήνια συμπεριφορά της και η άρνησή της να απαντήσει στις ερωτήσεις αποτελούν για τον αυτάρεσκο ψυχίατρό της χαρακτηριστικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας και όχι το αποτέλεσμα των βίαιων, αυταρχικών και εν τέλει αναποτελεσματικών ψυχιατρικών επεμβάσεων που υπέστη. (βλέπε: Robert Whitaker: Χρονιότητα και αντιψυχωτικά φάρμακα & Martin Harrow: Ανάρρωση χωρίς ψυχοφάρμακα).

Marguerite Séchehaye: "Μια σχιζοφρενής αφηγείται..." • Ένα βιβλίο "προάγγελος" της αντιψυχιατρικής

Τίτλος πρωτοτύπου: "Le journal d'une schizophrène" (1950)
["Το ημερολόγιο μιας σχιζοφρενούς"]
[1]

    Μια νεαρή σχιζοφρενής με το ψευδώνυμο "Ρενέ" περιγράφει στο πρώτο μέρος του βιβλίου τις ψυχωτικές εμπειρίες της και τα διαδοχικά επεισόδια της ψυχοθεραπείας της με την ψυχαναλύτρια Μαργκερίτ Σεσεέ[2] όπως η ίδια τα βίωσε μέχρι την οριστική ανάρρωσή της.[3]

    Η Ρενέ είχε διαγνωστεί με σχιζοφρένεια προς το τέλος της εφηβείας της και νοσηλευτεί χωρίς αποτέλεσμα σε ψυχιατρικό ίδρυμα (παρουσίαζε παραληρηματικές ιδέες, οπτικές ή ψυχικές ψευδαισθήσεις και παρορμήσεις αυτοτραυματισμού και αυτοκαταστροφής). Ήταν 17-18 χρονών όταν η Σεσεέ, το 1930, ανέλαβε την ψυχοθεραπεία της.[4]

Μια σχιζοφρενής αφηγείται - σχόλια, ερμηνεία Marguerite Séchehaye
Το ημερολόγιο μιας σχιζοφρενούς

    Η Σεσεέ, ως ψυχαναλύτρια, πίστευε ότι η σχιζοφρένεια συνδέεται με τραύματα της παιδικής ηλικίας, με πρώιμες ματαιώσεις και συναισθηματικές στερήσεις. Για τη Ρενέ γνώριζε ότι δεν ήταν επιθυμητό παιδί και ότι η μητέρα της δεν είχε μπορέσει ποτέ να ανταποκριθεί στις βασικές ανάγκες της μικρής της κόρης κατά την περίοδο της βρεφικής της ηλικίας.

   Η Σεσεέ προσπάθησε αρχικά να εφαρμόσει την κλασική ψυχαναλυτική μέθοδο, διαπίστωσε όμως ότι αυτή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Νιώθοντας βαθιά συμπάθεια και ενδιαφέρον για την Ρενέ, εγκατέλειψε τη θεραπευτική ουδετερότητα και τους κανόνες της ψυχαναλυτικής πρακτικής, καθιέρωσε συνεδρίες πρόσωπο με πρόσωπο, δήλωσε διαθεσιμότητα πέρα από τα καθορισμένα ωράρια της θεραπείας και δέχθηκε να γίνει για τη Ρενέ ένα συμβολικό μητρικό υποκατάστατο -η Ρενέ την αποκαλούσε "Μαμά". Αποκωδικοποιώντας τα μεταφορικά μηνύματα της Ρενέ, μαντεύοντας τις συναισθηματικές ανάγκες της ("όπως μια βιολογική μητέρα μαντεύει τις ανάγκες του μικρού παιδιού της που δεν μπορεί ακόμη να τις εκφράσει με λόγια"), ανέλαβε να τη "θρέψει" συναισθηματικά για να μπορέσει έτσι η Ρενέ να αγαπήσει τον εαυτό της και να θελήσει να ζήσει.