Ο "διπλός δεσμός", βασική έννοια της θεωρίας της σχιζοφρένειας του Gregory Bateson

 (Σημείωση για την ανάρτηση "Τί είναι η σχιζοφρένεια;")  

    Για τον Βρετανό κοινωνικό ανθρωπολόγο Γκέγκορυ Μπέιτσον (1904-1980) και τον Αμερικανό συνεργάτη του και ψυχίατρο Ντον Τζάκσον (Don Jackson, 1920-1968), η σχιζοφρένεια είναι το αποτέλεσμα της διαταραγμένης ενδοοικογενειακής επικοινωνίας και ιδιαίτερα της διαταραγμένης επικοινωνίας ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί -μια επικοινωνία σταθερό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η αβεβαιότητα, η αμφιθυμία και αντιφατικότητα των μηνυμάτων.

    Η μητέρα ζητά, για παράδειγμα, από τον παιδί να κάνει κάτι, αλλά ταυτόχρονα με εξωλεκτικά μηνύματα (τόνος και χροιά της φωνής, χειρονομίες, στάσεις του σώματος) του μηνύει να μην το κάνει ή να κάνει το αντίθετο. Το παιδί παγιδεύεται έτσι και ακινητοποιείται μπροστά σε ένα συνολικά παράδοξο μήνυμα, σε ένα σύμπλεγμα αντιφατικών εντολών, σε ένα "διπλό δεσμό" [double bind]: Αν υπακούσει στη μια εντολή, θα παρακούσει την άλλη με αποτέλεσμα να διακινδυνεύει σε κάθε περίπτωση την τιμωρία (πραγματική ή συμβολική) και την απόρριψη.

    Η κατάσταση του διπλού δεσμού γίνεται πραγματικά παθογόνος (σχιζοφρενογόνος) όταν το παιδί έχει εσωτερικεύσει (ή φοβάται να παρακούσει) μια τρίτη ισχυρότερη εντολή που απαγορεύει την ανυπακοή, την αμφισβήτηση ή την κριτική του παράδοξου μηνύματος (απαγορεύει δηλαδή την "μετα-επικοινωνία"). Όταν η δυνατότητα της ανυπακοής, της αμφισβήτησης και της κριτικής έχει μπλοκαριστεί (ο μόνος δηλαδή φυσιολογικός δρόμος άρσης του αδιεξόδου που είναι ταυτόχρονα και ο δρόμος που οδηγεί στην αυτονομία), το παιδί είναι αναγκασμένο να εφεύρει άλλες τεχνικές: Μπορεί να καταφύγει στην αδιαφορία, στη απάθεια, στην άρνηση να κάνει οτιδήποτε, στον μεταφορικό ή ακατάληπτο λόγο, στην "αδικαιολόγητη" επιθετικότητα και στις άλλες συμπεριφορές   που χαρακτηρίζονται συνήθως ως "συμπτώματα" της σχιζοφρένειας.

     Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα διπλού δεσμού:
    «Η μητέρα ενός νέου που ανάρρωσε μετά από μια αρκετά οξεία σχιζοφρενική ώση, τον επισκέφθηκε στο νοσοκομείο. Χάρηκε που την είδε και έβαλε αυθόρμητα το χέρι του γύρω από τους ώμους της, πράγμα που έκανε τη μητέρα να παγώσει. Τράβηξε τότε το χέρι του και εκείνη τον ρώτησε: "Δεν μ' αγαπάς πια;" Αυτός κοκκίνισε και η μητέρα του είπε: "Καλέ μου δεν πρέπει να έρχεσαι τόσο εύκολα σε αμηχανία και να φοβάσαι για τα αισθήματά σου." Μετά από αυτό ο ασθενής δεν ήταν σε θέση να καθήσει περισσότερο από μερικά λεπτά μαζί της, και όταν η μητέρα του έφυγε, επιτέθηκε σε έναν βοηθό και τον κλείδωσαν στο μπάνιο. Είναι φανερό ότι αυτή η κατάληξη της επίσκεψης θα είχε αποφευχθεί αν ο νέος άντρας μπορούσε να πει: "Μητέρα, καταλαβαίνω ότι αισθάνεσαι δυσάρεστα όταν βάζω το χέρι μου γύρω από τους ώμους σου και σου είναι δύσκολο να δεχτείς μια τρυφερή χειρονομία από μένα". Ο σχιζοφρενικός ασθενής δεν έχει ωστόσο αυτή τη δυνατότητα. Η έντονη εξάρτησή του και η αγωγή του τον εμποδίζουν να κριτικάρει την επικοινωνία της μητέρας του, μόλο που εκείνη κριτικάρει τη δική του και τον αναγκάζει να δεχτεί την πολύπλοκη διαδικασία και τις επιπλοκές της…»[1] 
 
Χρήστος Μπελόπουλος   

1. Gregory Bateson, Don Jackson, Jay Haley, John Weakland: "Για μια θεωρία της σχιζοφρένειας», σελ.26· στο "Σχιζοφρένεια και Οικογένεια", εκδόσεις Γράμματα, 1978. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου