"Εδώ μέσα είναι νεκροταφείο που μας έχουνε θάψει ζωντανούς.
Οι γιατροί είναι οι παπάδες και οι νοσοκόμοι οι νεκροθάφτες."
(Γιώργης Ζάρκος, "Η τρέλα σ' όλα τα στάδια")
Οι γιατροί είναι οι παπάδες και οι νοσοκόμοι οι νεκροθάφτες."
(Γιώργης Ζάρκος, "Η τρέλα σ' όλα τα στάδια")
"Το φρενοκομείο" (1815) Φρανσίσκο Γκόγια (Francisco Goya) |
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ο περιθωριακός κουμουνιστής συγγραφέας Γιώργης Ζάρκος[1] βρέθηκε με ακούσια εισαγωγή έγκλειστος για πενήντα ημέρες στο Δημόσιο Ψυχιατρείο, στο "Δαφνί".[2]
Τις εμπειρίες και τις τραυματικές του εντυπώσεις από το ψυχιατρείο διηγήθηκε αργότερα σε δύο μικρά βιβλία (που κυκλοφορήσαν το 1932 και 1934 με τίτλους αντίστοιχα: "Η τρέλα σ' όλα τα στάδια ή πενήντα μέρες στο τρελοκομείο" και "Ζωντανά πτώματα"[3]), στα οποία περιέγραψε με ρεαλιστικό και ανεπιτήδευτο τρόπο καθημερινές σκηνές από τη ζωή τού ψυχιατρείου καταγγέλλοντας ταυτόχρονα την εξαθλίωση, την εκμετάλλευση, τον εξευτελισμό και την ωμή βία (την απανθρωποίηση) που υφίσταντο οι τρόφιμοι τού κατ' ευφημισμόν "θεραπευτηρίου".
Ζωντανά Πτώματα (1934) |
"Ο ρεαλισμός του", συνεχίζει ο Βάρναλης, "είναι τόσο ζωντανός, άμεσος, ουσιαστικός και απροσποίητος, που ούτε μια στιγμή ο αναγνώστης δεν παύει να νιώθει την φρίκη μιας αποτρόπαιης πραγματικότητας και ούτε μια στιγμή δεν του περνάει η σκέψη πως ο συγγραφέας μας δίνει πλάσματα της φαντασίας του ή υπερβολές."
Χρήστος Μπελόπουλος
Σταχυολόγηση αποσπασμάτων
"Του κάθε τρελού η κάθε κουβέντα, αν εξετάσεις καλά την
ψυχή του και το πώς έζησε, βλέπεις πως έχει σημασία."
(Γιώργης Ζάρκος, "Ζωντανά πτώματα")
(Γιώργης Ζάρκος, "Ζωντανά πτώματα")
"Η τρέλα σ' όλα τα στάδια"
Η παθητική διαμαρτυρία της παλινδρόμησης
• Ο Αναστάσης τρελάθηκε με το διωγμό και τις σφαγές που γίνανε στη Μικρασιατική καταστροφή. […] Ήτανε έμπορας υφασμάτων. […] με πρόσωπο που δεν έχει καμιά έκφραση, όλη μέρα μένει σκυφτός αποβλακωμένος χωρίς να μιλάει. Αυνανίζεται ταχτικά, γυμνώνεται όταν τον στενοχωρούνε τα ρούχα του, και τρώει μόνον όταν του δίνουνε. Όταν πεινάει δεν ζητάει αλλά πηγαίνει στις βούτες και τα αποχωρητήρια, αν είναι ημέρα και τον έχουνε έξω, και τρώει ακαθαρσίες. Η μάνα του, μια δυστυχισμένη γριούλα, που τον έχει μονάκριβο, δουλεύει και κοιμάται μέσα στο τρελοκομείο, πλύστρα. Πλένει τρεις φορές την εβδομάδα τις μπλούζες και τα εσώρουχα των δύο νοσοκόμων που είναι στο διαμέρισμα τού γυιού της για να της τον περιποιούνται. […] Την ημέρα τον δένει, ο νοσοκόμος, με μια αλυσίδα στα κάγκελα, για να μην πηγαίνει στα αποχωρητήρια και τρώει ακαθαρσίες. (σελ. 34) "Ο Νόρρις στο Μπέντλαμ" Ambroise Tardieu (1838) |
[…] και σε όλη την τραπεζαρία, χάμω το τσιμέντο ήτανε γεμάτο από ακαθαρσίες ανθρώπινες και κάτουρα, που τα είχανε κάνει οι τρελλοί, που ξενυχτήσανε δεμένοι. Κάτι χειρότερο από αποχωρητήριο ήτανε και όχι τραπεζαρία αυτό το υπόστεγο… (σελ. 69-70)
• Στον θάλαμο [των χεζάκηδων] μένουνε παιδιά 15-18 χρονών μισοπαράλυτα, επιληπτικά, μουγκά… Όλη τη νύχτα αλείβονται με τις ακαθαρσίες τους -κοιμούνται καβάλα τόνα απάνω στάλλο, τα κάνουνε απάνω τους, αλείβονται μ' αυτά… Κάθε πρωί -όπως κι αυτό το πρωί- τα γδύνει ο νοσοκόμος και με τη βοήθεια δύο που είναι μισότρελα τα πλακώνει με ντενεκέδες νερό που τους ρίχνει με ορμή σαν να πλένει κατάστρωμα βαποριού… τους φοράει καθαρά ρούχα, τα βγάζει έξω να λιαστούνε γιατί τρέμουνε από το κρύο και μετά σφουγγαρίζει το θάλαμο. (σελ. 106)
"Ζωντανά πτώματα"
Η ασύδοτη βία της ψυχιατρικής καταστολής
Φωτογραφία Raymond Depardon (Ψυχιατρικό άσυλο Τεργέστης, 1979) |
̶ Για γύρισε και κατέβασε τα πανταλόνια σου για να δούμε τι έχεις. Ο τρελός δεν συμμορφώνεται, από ντροπή, αμέσως, στη διαταγή τού νοσοκόμου. Ο νοσοκόμος τον αρχίζει στις γρήγορες. Λύνει και κατεβάζει γρήγορα τα πανταλόνια του ο τρελός. […] Αρχίζει να λέει γρήγορα το Πιστεύω, μα κάνει λάθη και κομπάζει (έτσι όπως ήταν με τα πανταλόνια κατεβασμένα). Ο νοσοκόμος τον δέρνει σε κάθε λάθος ή ξεροκατάπιμα. […] Σε μιαν άκρη τού θαλάμου είναι ένα πιάτο με αποφάγια. Το κλωτσάει σέρνοντάς το ο νοσοκόμος και το βάζει στη μέση της πόρτας. Λέει στον Καραγιωργόπουλο:
̶ Έλα φτάνει πια η προσευχή. Κάμε το σταυρό σου και φίλησε το πιάτο!..
Σκύβει σα να κάνει μετάνοια και βάνει τα μούτρα του μέσα στο πιάτο για να το φιλήσει. Του δίνει μια κλωτσιά στον πισινό ο νοσοκόμος. Το πιάτο, με κολλημένο μέσα το πρόσωπο τού τρελού σέρνεται γλιστρώντας στο τσιμέντο και πετιέται έξω ο φουκαράς ο Καραγιωργόπουλος σαν ψάρι. Ο νοσοκόμος γελάει με το κατόρθωμά του, ένα σατανικό γέλιο. (σελ. 100-102)
Το σκίρτημα της εξέγερσης...
Ψυχιατρικό άσυλο στο Οχάιο, φωτογραφία του 1946 |
̶ Περίμενε δω! Θα πάω απάνω να σου φέρω αντρικά ρούχα να ντυθείς. Θα καβαλήσουμε τη μάντρα στο πάνω μέρος που είναι χαμηλή και θα πάμε σπίτι μου. […]
Ένας νοσοκόμος (ο σκοπός) πιάνει τη Θάλεια απ' το χέρι. Αυτή διαμαρτύρεται να την αφήσει. Δεν την αφήνει. Του δίνει ένα χαστούκι, δεύτερο, τρίτο. Του ξεφεύγει την ώρα που κάνει να σφυρίξει. Σφυράει, βάνει τη σφυρίχτρα του στην τσέπη και την κυνηγάει. Την πιάνει. Παλεύουν και πέφτουν χάμω. Τρέχουν και άλλοι νοσοκόμοι. Της φοράνε ζουρλομανδύα και σηκωτή την πάνε σ' απομονωτήριο. Ο τρελός μας κοιτάζει μ' αγωνία και θλίψη από το παράθυρό του. Στην αρχή θέλει να φωνάξει, μα πιάνεται η φωνή του. Μετά θέλει να τρέξει, μα έχει όλο του το σώμα παραλύσει. Τον πιάνει μια φοβερή κρίση και θολώνει το λογικό του ολότελα. (σελ.114-117)
... και η σιωπή
• Αργά τη νύχτα κάθεται πάνω στο παράθυρο τού θαλάμου του θλιμμένος και μ' επιθυμία στην ψυχή του να γεννηθεί μέσα του παράπονο που θα τόλεγε σε κάποιον που τον νιώθει, τον αγαπάει, για να ξεσπάσει σε κλάμα. Δεν τούρχεται όμως το παράπονο γιατί δε βρίσκει σε ποιόνε να το πει. […] «Και αφού δεν υπάρχει κανείς» […], σκέφτεται και πέφτει σε μια πολύ επικίνδυνη αρρώστεια. Η αρρώστεια που φτάνει τον άνθρωπο στην αυτοκτονία. (σελ. 112)
• • • • •
Φωτογραφία Raymond Depardon (Ψυχιατρικό νοσοκομείο στο Collegno, 1979) |
[Ο νοσοκόμος] είναι γενικός διχτάτορας […], γιατί οι γιατροί πηγαίνουν κάθε πρωί, φοράνε τις άσπρες μπλούζες, κάνουν μια βόλτα, μετά γυρίζουν, τις βγάζουν και φεύγουν.(σελ. 11 & 12)
• Ρωτάνε κάθε τόσο :«Πώς πάει ο τάδε ασθενής; Ησύχασε ή στεναχωριέται;» Αν του απαντήσει ο νοσοκόμος ότι στεναχωριέται, γράφει ο γιατρός στο δελτίο του: «η κατάστασίς του εξακολουθεί να είναι η ίδια»… (σελ. 31)
Σημειώσεις
Ο Γιώργης Ζάρκος σε φωτογραφία του 1960 |
a. Γιώργης Ζάρκος, Ομάδες συμβίωσης πολιτικών εξορίστων Ανάφης, 1946.
2. Η ψυχιατρική του περιπέτεια ξεκίνησε όταν ανακάλυψε ότι η Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια είχε προβεί σε λογοκλοπή εις βάρος του. Όντας χαρακτήρας ασυμβίβαστος και μην έχοντας χρήματα για δικαστικές διεκδικήσεις, αποφάσισε να βρει το δίκιο του "με επαναστατικό τρόπο" όπως έλεγε ο ίδιος: Δημοσίευσε λιβέλους εναντίον των πνευματικών ανθρώπων που θεωρούσε συνυπεύθυνους,[a] έστειλε υβριστικές επιστολές και απείλησε με ξυλοδαρμό τον Κωστή Παλαμά που ήταν ο υπεύθυνος της φιλολογικής ύλης όταν έγινε η λογοκλοπή.[b] Συνελήφθηκε, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε πεντάμηνη φυλάκιση. Μετά την έκτιση του συνόλου της ποινής του, αντί να αφεθεί ελεύθερος, οδηγήθηκε με εισαγγελική εντολή (που μάλλον δικαίως υποπτευόταν ότι προκάλεσαν οι ισχυροί αντίπαλοί του) κατ' ευθείαν από τις φυλακές στο "Δαφνί", όπου κρατήθηκε αυθαίρετα πενήντα μέρες "για παρακολούθηση".
a. Γιώργης Ζάρκος, Τέσσερις λίβελλοι, εκδ. Φαρφουλάς, 2008.
b. "Απόσπασμα από τον λίβελο Πώς τα κατάφερε ό Ξενόπουλος να γίνει ακαδημαϊκός, όπου ο Ζάρκος περιγράφει την ανάκρισή του από τον Διοικητή του 3ου Τμήματος Ασφαλείας με αφορμή την αποστολή γράμματος του Γ.Ζάρκου στον Παλαμά, τον Αιγινήτη και σε άλλους ακαδημαϊκούς", περιοδικό Βακχικόν, τεύχος 3.
3. Τα βιβλία του Γιώργη Ζάρκου επανεκδόθηκαν το 1981 από τις εκδόσεις Κάλβος.
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου