Η αυτόχειρας συγγραφέας Emma Santos, ένα πρόσωπο-σύμβολο των γαλλικών αντι-ψυχιατρικών κινημάτων στη δεκαετία του 1970

     «Καμιά φορά μια φωνή ουρλιάζει τον πόνο της, τη σταματάνε με φάρμακα και την κοιμίζουν.»   


    Η Έμμα Σάντος (1943-1983), Γαλλίδα συγγραφέας της οποίας το πραγματικό όνομα ήταν Μαρί-Αν Λε Ροζίκ, δημοσίευσε μεταξύ 1971 και 1978 οκτώ μικρά αυτοβιογραφικά κείμενα υπό μορφή μυθιστορήματος και έναν θεατρικό μονόλογο[1]. Με τη γραφή της προσπάθησε να αντισταθεί στην τρέλα, στη μοναξιά και στην κατάθλιψη αλλά και στην καταστολή και την τεχνική ευφορία των αντικαταθλιπτικών ή των νευροληπτικών φαρμάκων που το ψυχιατρικό σύστημα την εξανάγκαζε να παίρνει.


Η ψυχική οδύνη και η ψυχιατρικοποίηση της


     Ερωτισμός και θάνατος

Έμμα Σάντος
    Η Έμμα Σάντος γεννήθηκε στο Παρίσι το 1943 σε μια φτωχή πολυπληθή οικογένεια μ' έναν πατέρα αλκοολικό και μια μητέρα συναισθηματικά απόμακρη. Σαν παιδί ήταν μοναχική και συνεσταλμένη και παρουσίαζε μαθησιακές δυσκολίες. «Μέχρι τα εννιά μου», ομολογεί η ίδια, «δεν ήξερα να διαβάζω».

    Σε ηλικία δέκα χρονών της συνέβη ένα φρικτό ατύχημα που έμελλε να την τραυματίσει ανεπανόρθωτα σωματικά και ψυχικά: ένα αυτοκίνητο εξερράγη δίπλα της και ένα από τα θραύσματα τη χτύπησε στο λαιμό και σχεδόν τη μισο-αποκεφάλισε. Παρόλα αυτά, κατόρθωσε να επιζήσει αλλά "κληρονόμησε" μια βαθιά ουλή και μια επώδυνη βρογχοκήλη που δεν έπαψε να τη βασανίζει μέχρι το τέλος της ζωής της.

    Κατά σύμπτωση, το τραγικό γεγονός συνέβη ακριβώς τη στιγμή που ένα άλλο κοριτσάκι της ίδιας περίπου ηλικίας τής αποκάλυπτε τα μυστικά τού έρωτα και της τεκνοποιίας. Τη στιγμή δηλαδή που συνειδητοποιούσε το μυστήριο της γέννησης, βρέθηκε η ίδια τόσο κοντά στο θάνατο. Έκτοτε, όπως σημειώνει η Γαλλίδα καθηγήτρια της λογοτεχνίας Γκρεβιέ-Γκουλέ, στον ψυχισμό της Έμμα Σάντος ο θάνατος και κάποια μορφή ερωτικής ευχαρίστησης θα ενωθούν με έναν σκοτεινό ακατάλυτο δεσμό. «Αγαπούσε τον έρωτα, αγαπούσε τον θάνατο» θα γράψει αργότερα για τον εαυτό της σε τρίτο πρόσωπο· «ήταν πολύ ωραίος ο θάνατος, έμοιαζε με τη ζωή»[2].

     Βιώματα εγκατάλειψης και αφόρητης μοναξιάς

    Στα δεκάξι της χρόνια συνδέθηκε ερωτικά με έναν κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερό της Πορτογάλο καλλιτέχνη και άρχισε να συζεί μαζί του. Το 1967, και ενώ εργαζόταν ως ωρομίσθια δασκάλα, η κατάσταση του θυρεοειδούς της επιδεινώθηκε δραματικά και της χορηγήθηκε μακροχρόνια αναρρωτική άδεια. Της δόθηκε επίσης, προκειμένου να εξασφαλίσει κάποιο οικονομικό επίδομα από την Πρόνοια, και η διάγνωση "αντιδραστική κατάθλιψη". Για να μπορέσει όμως να πάρει τα χρήματα υποχρεώθηκε να νοσηλευτεί σ' ένα ψυχιατρικό Νοσοκομείο Ημέρας, και έτσι εισήλθε -θα μπορούσαμε να πούμε πρωτίστως για οικονομικούς λόγους- στο "ψυχιατρικό σύστημα", στο σύστημα όπου «μπαίνει κανείς υγιής και βγαίνει άρρωστος»[3] και εγκλωβίστηκε σ' αυτό για μια τουλάχιστον δεκαετία.

"Η Μαρία Μαγδαληνή 
ως Μελαγχολία"
Αρτεμισία Τζεντιλέσκι 
(1593-1653)
    Το 1971 δημοσιεύτηκε το πρώτο της βιβλίο ("L'Illulogicienne"[4]) που όμως πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Αντίθετα το δεύτερο βιβλίο της (που εκδόθηκε το 1973 με πρόλογο του αντιψυχιάτρου Ροζέ Ζεντίς) έλαβε ευμενείς κριτικές. Η Έμμα Σάντος άρχισε να αναγνωρίζεται ως συγγραφέας. Την ίδια περίπου εποχή, ο σύντροφός της με τον οποίο έζησε για πάνω από δέκα χρόνια αποφάσισε να την παρατήσει για μια άλλη γυναίκα, κουρασμένος ίσως και από τα χρόνια προβλήματα υγείας της και τις συναισθηματικές της μεταπτώσεις: «Με κατηγορείς. Με κατηγορούσες για την αρρώστια μου. Δεν μπορούσα να κάμω τίποτα. Ωστόσο, την έκρυβα όσο μπορούσα γράφοντας[5]».

    Η Έμμα Σάντος δεν μπόρεσε ποτέ να αποδεχθεί, να "πενθήσει", αυτόν τον χωρισμό. Τον βίωσε σαν εγκατάλειψη και οδυνηρή απόρριψη. Η ψυχική της υγεία κλονίσθηκε και επιδεινώθηκε. Ακολούθησαν 28 απόπειρες αυτοκτονίας μέσα σε τρία χρόνια αλλά και επιθυμίες φόνου της αντιζήλου της και του πρώην εραστή της. «Στάθηκα και σε περίμενα μπροστά στο σπίτι της, με το μαχαίρι στην τσάντα. Δεν έβαζα μπουκιά στο στόμα μου. Δεν κοιμόμουν, περιπλανιόμουν ανάμεσα στο σπίτι μας, στο σπίτι της, στο σπίτι μου, έτρεχα διαρκώς με το μαχαίρι για να σου κόψω το λαρύγγι.[6]»

La Malcastrée
[Η κακοευνουχισμένη]
    Οι ψυχίατροι της προσπάθησαν να την κάνουν να ξεχάσει, να ηρεμήσει και να αποδεχθεί το τετελεσμένο γεγονός: αντικαταθλιπτικά, νευροληπτικά, ηλεκτροσόκ και ψυχοθεραπείες. Η Έμμα όμως δεν ήθελε να ξεχάσει ούτε τον έρωτά της ούτε το τραυματικό του τέλος, αρνιόταν να αρνηθεί[7]. Αρνιόταν να συμβιβαστεί με την προκλητή ευτυχία των ψυχοφαρμάκων, να απαλλαγεί από τη θλίψη που της προξένησαν τα τόσο οδυνηρά γι' αυτήν αλλά εντούτοις "αληθινά" γεγονότα, ακριβώς επειδή η θλίψη της ήταν ένας τρόπος για να μην λησμονήσει την αληθινή της ζωή[8]. «Αυτήν την ψεύτικη ευτυχία, εγώ δεν την θέλω, λέω όχι στο χάπι που σε κάνει να ξεχνάς … Ο έρωτας, ο έρωτάς μου. Όχι, όχι δεν θα τον ξεχάσω, θα συνεχίσω να τον αγαπώ παρά τα χάπια. Δεν θα τον ξεχάσω ποτέ. Δεν θα θεραπευτώ όπως λένε. Αρνούμαι τα φάρμακα. Ένα μικρό χαπάκι το πρωί να πάει καλά η μέρα. Όμως εγώ γνώρισα την πραγματική ευτυχία, την αληθινή ζωή. Δεν υποφέρω την ψεύτικη. Προτιμώ να πεθάνω[9]

    Η ματαιωμένη επιθυμία της μητρότητας

    Σε ηλικία 18 χρόνων η Έμμα Σάντος αναγκάσθηκε να προκαλέσει την αποβολή του εμβρύου που κυοφορούσε για να μην χάσει τον εραστή της. Ακολούθησαν και άλλες εκτρώσεις -κάποιες από αυτές επιβεβλημένες από το ψυχιατρικό σύστημα-, καθώς και η γέννηση ενός νεκρού εμβρύου μετά από κυοφορία πέντε μηνών, ενός εμβρύου που η Έμμα ήθελε πολύ να το κρατήσει. «Κάθομαι ώρες ολόκληρες στην ψάθα και κλαίω. Για τα παιδιά που δεν κάναμε, για τις εγκληματικές εκτρώσεις, για το παιδί που κουβαλούσα επί πέντε μήνες για να το θάψω στο τέλος.[10]» / «Θέλω ένα παιδί, το έχω ανάγκη. Μου λείπει τόσο πολύ. Ένα παιδί. Είμαι μόνη … Ένα παιδί … Θα το αγαπούσα το παιδί.[11]»

    Κάποια στιγμή, προσπάθησε να εκπληρώσει έστω και έμμεσα αυτήν την τόσες φορές ματαιωμένη επιθυμία της μητρότητας περιμαζεύοντας ένα παιδάκι με σύνδρομο Ντάουν. Ανέπτυξε μαζί του για λίγες εβδομάδες μια τρυφερή σχέση που διακόπηκε απότομα όταν την συνέλαβε η αστυνομία και την απομάκρυνε από αυτό βυθίζοντάς την ακόμη περισσότερο στη μοναξιά της.


 Καταγγελία και αντίσταση στην ψυχιατρική


   Τα ψυχοφάρμακα ως μηχανισμός λογοκρισίας

Itineraire psychiatrique
[Ψυχιατρική διαδρομή]
    Βιώματα απώλειας και ναρκισσιστικά πλήγματα συσσωρεύτηκαν στην προσωπική ζωή της Έμμα Σάντος και περιέπλεξαν την προσωπικότητα της: πρόωρη απώλεια της σωματικής της υγείας και της παιδικότητάς της, απόρριψη από τον άνθρωπο που αγάπησε, οδυνηρές εκτρώσεις και αποτυχημένες εγκυμοσύνες, απώλεια των κοινωνικών της σχέσεων, απομόνωση και μοναξιά.

    Η Έμμα θέλησε να μιλήσει για όλα αυτά, να φωνάξει το παράπονό της, την οδύνη και το θυμό της, την επιθυμία της. Όμως οι ψυχίατροι της δεν είχαν μάθει να ακούνε και δεν είχαν χρόνο γι' αυτό: «Ο ψυχίατρος όπως όλοι οι ψυχίατροι δεν θέλει να την ακούσει για πολύ, στέλνει φάρμακα τηλεφωνικώς. Ένας αρχιερέας ντυμένος στα χρυσά που μοιράζει ευλογίες στα πεινασμένα παιδιά.»[12] / «Ο ψυχίατρος είναι δίπλα μου. Είναι ήρεμος και καλοβαλμένος … Ετοιμάζει τα χαρτιά για την κλινική χωρίς να με ρωτήσει γιατί πήρα 90 χάπια … Σε μια στιγμή που αισθάνομαι γελοία και ζωντανή τον ρωτάω. Τον ρωτάω σε τί χρησιμεύει η ψυχιατρική. "Από το 1967 'μου κάνουν θεραπεία". Η ερώτησή μου τον εξοργίζει. Το βλέπω στις κινήσεις του και στο νευρικό του γράψιμο … Γράφει την συνταγή.» [13]

    Η απάντηση της ψυχιατρικής, η λύση που προτείνει είναι πάντα η συνταγογράφηση ψυχοφαρμάκων ή ακόμη περισσότερων φαρμάκων όταν η συναισθηματική διεκδίκηση μεγαλώσει, όταν η φωνή της ασθενούς γίνεται κραυγή απελπισμένη ή ουρλιαχτό. «Καμιά φορά μια φωνή ουρλιάζει τον πόνο της, τη σταματάνε με φάρμακα και την κοιμίζουν.»[14]

    Για την Έμμα Σάντος, όπως και για το αντιψυχιατρικό κίνημα της εποχής της, τα φάρμακα είχαν ως μόνο στόχο -και αποτέλεσμα- να επιβάλλουν στο άτομο την σιωπή, να εμποδίσουν την έκφραση των επιθυμιών και των συναισθημάτων του, να "κοιμίσουν" το υποκείμενο. "Με τα φάρμακα είναι το δικαίωμα να ουρλιάξεις, να κραυγάσεις που απειλείται. Με τα φάρμακα οι λυπημένες φωνές, οι αγανακτισμένες φωνές, «οι φωνές των ομοίων μου», όπως έγραφε η Εμμα Σάντος, «των μικρών μου αδελφών, των ψυχικά αρρώστων, των διανοητικά αναπήρων, των καθυστερημένων, των διαφορετικών» απωθούνται γιατί τα φάρμακα υπάρχουν μόνο και μόνο για να προγραμματίσουν τη λήθη."[15]

     Η λογοτεχνία ως μέσο αντίστασης

J'ai tué Emma S. ou
l’écriture colonisée
   Η Έμμα Σάντος αρνιόταν την λήθη, αρνιόταν τη σιωπή. "Πως μπορεί", αναρωτιόταν, "να ζήσει κανείς όλη του τη ζωή σιωπηλός;"[16] Και έτσι, αφού η ψυχιατρική αρνιόταν να την ακούσει, κατέφευγε στη γραφή. Έγραφε επειδή δεν ήθελε να ξεχάσει, έγραφε για να αφηγηθεί στον εαυτό της ό,τι οι ψυχίατροι της δεν ήθελαν και δεν μπορούσαν να ακούσουν. Έγραφε επίσης για να καταγγείλει την αδιαφορία και τη βία της ψυχιατρικής, την μιζέρια των ψυχιατρικών ιδρυμάτων, το σταμάτημα μέσα σ' αυτά της ροής του χρόνου, της έκφρασης και της επιθυμίας.

    Οι ψυχίατροι θα εκλάβουν ως απειλή την επιθυμία της για γράψιμο. Θα την κατατάξουν στα συμπτώματα της ψυχικής της ασθένειάς και θα προσπαθήσουν να την αποτρέψουν. Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των νοσηλειών της θα της ζητήσουν επίμονα, και ενίοτε απειλητικά, να σταματήσει να γράφει και κάποιες φορές θα τις αφαιρέσουν βίαια τα μέσα γι' αυτό. Στην αντιπαράθεση αυτή η Έμμα Σάντος μερικές φορές ένιωσε εντελώς νικημένη: «Έγινα τυπικά τρελή. Δεν φωνάζω πια. Δεν γράφω…»[17] Έβρισκε όμως πάντα τη δύναμη να συνεχίσει, τουλάχιστον μέχρι το 1978, όπως η ίδια με κάποια υπερηφάνεια και ίσως και κάποια έκπληξη σημείωνε: «Γράφω μετά από επτά χρόνια στο νοσοκομείο, με νευροληπτικά και ηλεκτροσόκ. Γράφω. Γράφω ακόμη».[18]

Η Έμμα Σάντος
επί σκηνής

     … και το θέατρο επίσης

    Μια ιδιαίτερη στιγμή στην ψυχιατρική και στη λογοτεχνική ζωή της ήταν το πέρασμά της από το θέατρο. Το 1976, με παρότρυνση του πρωτοποριακού σκηνοθέτη Κλωντ Ρεζύ (Claude Régy) έγραψε έναν αυτοβιογραφικό θεατρικό μονόλογο και "υποδύθηκε" η ίδια επί σκηνής τον εαυτό της σε μια σειρά δραματικών παραστάσεων[19a]. Η παρουσία της πάνω στη σκηνή, η παρουσία της "αληθινής" τρέλας και όχι της υπόδυσής της, δίχασε βέβαια κριτικούς και κοινό και κάποιους τους φόβισε[19b]. Για την Έμμα Σάντος όμως, η ώρα της παράστασης ήταν "μιάμιση ώρα ελευθερίας", και για τον τότε ψυχίατρο της μια νοσηρή συμπεριφορά επιδειξιμανίας.


 Επίλογος


    Η Έμμα Σάντος αυτοκτόνησε το 1983. Η γραφή δεν μπόρεσε να εμποδίσει τελικά τον θάνατο. Την βοήθησε όμως να επιβιώσει για πάνω από δέκα χρόνια μέσα στο ψυχιατρικό σύστημα χωρίς να πάψει να μιλά με τον δικό της λόγο, χωρίς να αδρανοποιηθεί από τον "χημικό ζουρλομανδύα" των ψυχοφαρμάκων.

    Στα "ξεχασμένα" βιβλία της είναι ο λόγος της "άλλης πλευράς" που ακούγεται· ο λόγος του ασθενούς, του έγκλειστου, της υποκειμενικότητας. Η Έμμα Σάντος, όπως υπογραμμίζει η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Λιέγης Φρανσουάζ Τιλκέν (Françoise Tilkin), αποκαλύπτει μέσα από τα προσωπικά της βιώματα και τον υποκειμενικό της λόγο τη διαχρονική σκληρότητα της ψυχιατρικής και την κοινότοπη ηθικολογία της, καθώς και τη συστημική της αδυναμία να οικοδομήσει με τους ασθενείς της "πραγματικές", ισότιμες και ειλικρινείς, ανθρώπινες σχέσεις.

    «Η ψυχιατρική είναι γεμάτη άγνωστες κομπίνες των ψυχιάτρων που είναι απόμακροι, απρόσιτοι, όταν περνάνε βιαστικά για την επίσκεψη των ασθενών. Οι νοσοκόμοι αποφασίζουν για όλα και αποφαίνονται: πάει καλύτερα, είναι πιο ήρεμη. Τα φάρμακα αναλαμβάνουν τα υπόλοιπα. Είναι το μόνο πράγμα στο οποίο πιστεύει η ψυχιατρική.»[20]
© Χρήστος Μπελόπουλος

---------------------------------------
 

    Σχετικές αναρτήσεις:

 
 •  Η σουρεαλίστρια συγγραφέας, ποιήτρια και ζωγράφος Unica Zürn
 •  Γιώργης Ζάρκος: "Ζωντανά πτώματα. Η καθημερινή ζωή στο ψυχιατρικό άσυλο"
 •  James Thurber: "Ο μονόκερως στον κήπο". Η αυθαιρεσία του ακούσιου ψυχιατρικού εγκλεισμού<
 •  Antonin Artaud: "Γράμμα στους ιατρικούς διευθυντές των φρενοκομείων"



Σημειώσεις

 
 1. Μεταξύ των οκτώ βιβλίων της Έμμα Σάντος που εκδόθηκαν ενόσω ζούσε συγκαταλέγονται και τα:
 • La Malcastrée [Η κακοευνουχισμένη] που εκδόθηκε το 1973 από τις περίφημες αριστερές εκδόσεις Maspero.·
 • J'ai tué Emma S. ou l’écriture colonisée [Σκότωσα την Έμμα Σ.ή η ανδροκρατούμενη γραφή], το μοναδικό της έργο που μεταφράσθηκε και στα Ελληνικά και εκδόθηκε το 1985 από την Ωκεανίδα·
 • L'Itinéraire psychiatrique [Ψυχιατρική διαδρομή], όπου περιγράφει λεπτομερώς τις συνθήκες μέσα από τις οποίες εισήλθε στο "ψυχιατρικό σύστημα" και εγκλωβίστηκε σ' αυτό.
   Ένα ένατο βιβλίο της με τίτλο "Effraction au réel" [Διάρρηξη της πραγματικότητας] εκδόθηκε μερικά χρόνια μετά τον θάνατό της.
(Αναλυτικότερα στον ιστότοπο: "Emma Santos", Editions des femmes.)
---------------------------------
 2. Emma Santos, La Loméchuse [Το κολεόπτερο], σελ. 70 & 78, editions Des Femmes, 1978.

 3. Emma Santos, Écris et tais-toi [Γράφε και σκάσε], editions Stock, 1978.

4. L'Illulogicienne: φτιαχτή λέξη από το "illusion" [πλάνη/αυταπάτη/παραίσθηση] και το "logicien" [επιστήμονας της λογικής].

 5. Έμμα Σάντος, Σκότωσα την Έμμα Σ., σελ. 32, εκδ. Ωκεανίδα, 1985. (Μετάφραση: Ευδοκία Παπαγκίκα.)

 6. ό.π., σελ. 53.

 7. Τζούλια Κρίστεβα, Μαύρος ήλιος: Κατάθλιψη και μελαγχολία, εκδ. Καστανιώτη, 2000.

 8. Crevier Goulet, ό. π., σελ. 35.

 9. Crevier Goulet, ό. π. (Το απόσπασμα από το βιβλίο της Έμμα Σάντος "La Malcastrée" [Η κακοευνουχισμένη].)

10. Σκότωσα την Έμμα Σ., ό.π., σελ. 34.

11. La Loméchuse, ό.π., σελ. 29.

12. Emma Santos, La Malcastrée, σελ. 128, editions Maspero, 1973.

13. Σκότωσα την Έμμα Σ., ό.π., σελ. 23.

14. ό.π., σελ. 36.

15. Sarah-Anaïs Crevier Goulet, «"Malcastrée" et "médiquée": Emma Santos, entre folie et dépression» ["Κακοευνουχισμένη" και "χαπακωμένη": Η Έμμα Σάντος ανάμεσα στην τρέλα και την κατάθλιψη], σελ. 38, Frontières, vol. 21, n° 2, 2009.

16. Σκότωσα την Έμμα Σ., ό.π., σελ. 11.

17. ό.π., σελ. 27.

18. ό.π., σελ. 67.

19. Archives du Théâtre 140:
   a.  • Psychotherapie ou psychodrame? Si tu t'arrêtes d'écrire, tu sais que tu es seule.
        Emma Santos au Théâtre 140: la petite fille modelée. 
   b.  • Au Théâtre 140, Emma Santos.

20. Σκότωσα την Έμμα Σ., ό.π., σελ. 82.

---------------------------------------------------------------------------------------------

  Γαλλική βιβλιογραφία για την Έμμα Σάντος


Έντβαρντ Μουνκ
"Η κραυγή" (1893)

Christiane Makward et Madeleine Cottenet-Hage, "Emma Santos", Dictionnaire litteraire des femmes de langue francaise, editions Karthala, 1996.

Sarah-Anaïs Crevier Goulet, "Malcastrée" et "médiquée": Emma Santos, entre folie et dépression" ["Κακοευνουχισμένη" και "χαπακωμένη": Η Έμμα Σάντος ανάμεσα στην τρέλα και την κατάθλιψη], Frontières, vol. 21, n° 2, 2009, p. 32-40.

Irène Pagès, "Emma Santos: Le biologique, la folie et l’écriture" [Έμμα Σάντος: Το βιολογικό, η τρέλα και η γραφή], Canadian Woman Studies / Les Cahiers de la femme, p. 54-57, vol. 5, no 1, 1983.

Françoise Tilkin, Quand la folie se racontait : récits et antipsychiatrie [Όταν η τρέλα μιλούσε: αφηγήσεις και αντιψυχιατρική], Rodopi, 1990.

Marie-Eve Bradette, "Mise en scène d'un corps-texte chez Emma Santos" [Κατασκευή ενός σώματος-κειμένου στα έργα της Έμμα Σάντος], Postures, Dossier « Écrire (sur) la marge: folie et littérature », n°11, 2009, p. 33-44.

Elsa Polverel, "Le prolongement d’un symptôme: Emma Santos au mot à mot", Sens public, 3 mars 2011.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου