Η περίπτωση Haitzmann. "Μια διαβολική νεύρωση τον 17ο αιώνα"

"Άσκηση" εφαρμοσμένης ψυχανάλυσης από τον Σ. Φρόυντ          


    Η μελέτη του Φρόυντ "Μια διαβολική νεύρωση τον 17ο αιώνα" δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1923 στην ψυχαναλυτική επιθεώρηση Imago.[1] Στο κείμενό του ο Φρόυντ περιέγραφε και ανέλυε την περίπτωση ενός Βαυαρού ζωγράφου ονόματι Κρίστοφ Χάιτζμαν (Christoph Haitzmann, 1651[;]-1700), ο οποίος κατεχόμενος από τον Διάβολο λυτρώθηκε "εκ θαύματος" με προσευχές και διαδοχικούς εξορκισμούς στο μοναστήρι του Μαρίατσελ της Αυστρίας εν έτεσι 1677 και 1678.[2] Για τον Φρόυντ, όπως και για τη γαλλική ψυχιατρική σχολή του Σαρκό, οι δαιμονοπληξίες, οι καταστάσεις δαιμονικής κατάληψης και έκστασης των αλλοτινών εποχών αντιστοιχούν στις νευρώσεις της σύγχρονης εποχής: Είναι νευρώσεις με «δαιμονολογικό μανδύα», και οι "δαίμονες" οι προβεβλημένες στον εξωτερικό κόσμο μη-αποδεκτές επιθυμίες, οι "κακές" επιθυμίες, «τα αποκυήματα απορριφθεισών, μετατοπισμένων ενορμητικών διακινήσεων». ("Μια διαβολική νεύρωση...", εκδ. Opportuna, σελ. 10)

Christoph Haitzmann
(Ο Διάβολος με το δουκάτο) [3]
    Ο Φρόυντ άρχισε να ασχολείται με την περίπτωση του Χάιτζμαν το 1922 όταν ήλθε στην κατοχή του αντίγραφο ενός χειρογράφου των αρχών του 18ου αιώνα που φυλάσσονταν στη Εθνική Βιβλιοθήκη της Βιέννης. Το χειρόγραφο, με τίτλο "Trophæum Mariano-Cellense" [Το τρόπαιο της Παρθένου Μαρίας του Τσελ], είχε δημιουργηθεί από έναν Βενεδικτίνο μοναχό λίγες δεκαετίας μετά από την εποχή των εξιστορούμενων συμβάντων, και συμπεριλαμβάνονταν σ' αυτό οι επιστολές και οι αναφορές των ιερωμένων που είχαν συναντήσει και βοηθήσει τον Χάιτζμαν, ένα εκτενές απόσπασμα από το προσωπικό ημερολόγιο του ζωγράφου στο οποίο περιέγραφε τα οράματα και τις φαντασιώσεις του, καθώς και πιστά αντίγραφα εννιά έργων ζωγραφικής του στα οποία απεικονίζονται οι εμφανίσεις του Διαβόλου: Ένας πλήρης φάκελος!

    Στις περισσότερες ζωγραφιές ο Διάβολος εμφανίζεται γυμνός ή σχεδόν γυμνός με μεικτά, αρσενικά και θηλυκά, χαρακτηριστικά: νύχια αετού, κέρατα, ουρά, υπερμέγεθες πέος-φίδι (σε μια από τις ζωγραφιές) αλλά και μεγάλους διογκωμένους γυναικείους μαστούς -στοιχείο που θα λάβει ιδιαίτερα υπόψη του ο Φρόυντ στην ερμηνεία της "δαιμονολογικής νεύρωσης" του Χάιτζμαν.


Η δαιμονική ιστορία του Κρίστοφ Χάιτζμαν


    Η ιστορία. όπως προκύπτει από τα στοιχεία του χειρογράφου και τη βασιζόμενη σε αυτά διήγηση του Φρόυντ, έχει ως εξής:

    Στις 29 Αυγούστου του 1677, ο Χάιτζμαν, ο οποίος εργαζόταν την εποχή εκείνη ως ζωγράφος στον Πύργο του Πόττενμπρουν, κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας, «προς μεγάλη ανησυχία των παρισταμένων», καταλήφθηκε ξαφνικά μέσα στην εκκλησία από βίαιους σπασμούς «οι οποίοι δεν είχαν καμιά οργανική αιτία».[4] Οι σπασμοί εμφανίσθηκαν εντονότεροι και τις επόμενες ημέρες, οπότε ανακρινόμενος από τις αρχές του Πόττενμπρουν που θορυβημένες από το γεγονός ήθελαν να μάθουν «αν εξασκούσε τέχνες παράνομες ή αν υπηρετούσε τον Διάβολο με κάποια συμφωνία»[ό.π.], ομολόγησε με μεγάλη ευκολία ότι εννιά χρόνια πρωτύτερα -την εποχή που εξαιτίας του θανάτου τού πατέρα του υπέφερε από «μελαγχολική κατάθλιψη» (ή «ολιγοψυχία», όπως γράφουν οι μοναχοί), αδυνατούσε να εργαστεί αποτελεσματικά και ανησυχούσε έντονα για την ικανότητα του να αυτοσυντηρηθεί στο μέλλον- ενέδωσε στον Διάβολο και δεσμεύτηκε εγγράφως μαζί του.

    Την πρώτη φορά ο Χάιτζμανσυνάντησε τον Διάβολο μέσα σε ένα δάσος με τη μορφή ενός ευυπόληπτου καλοντυμένου γηραιού ευγενή. Συνοδευόταν από έναν κατάμαυρο σκύλο και του υποσχέθηκε να τον «πάρει από το χέρι και να τον βοηθήσει με κάθε τρόπο» να βγει από τη θλίψη και τα βιοποριστικά του αδιέξοδα, αν δεχόταν με έγγραφη δέσμευση να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά σε αυτόν. Ο Χάιτζμαν, μας πληροφορούν οι μοναχοί, εννιά φορές αρνήθηκε τις προτάσεις του Διαβόλου αλλά τελικά «ο ταλαίπωρος και εγκαταλελειμμένος από κάθε βοήθεια αυτός άνθρωπος»[ό.π.] υποτάχθηκε από φόβο και ελπίδα να σωθεί. «Δεσμεύομαι εγγράφως σε αυτόν τον Σατανά να είμαι ο υιός του εξ αίματος, και ύστερα από 9 χρόνια να του ανήκει και η ψυχή και το σώμα μου», έλεγε η φοβερή, γραμμένη με αίμα, συμφωνία.

Christoph Haitzmann
(Η αποτρόπαια μορφή του Διαβόλου)
    Όταν τον Αύγουστο του 1677 ο Χάιτζμαν άρχισε να υποφέρει από βίαιους σπασμούς η καταραμένη ημερομηνία πέραν της οποίας θα ανήκε πλέον, αιωνίως, ψυχή τε και σώματι στον Δαίμονα πλησίαζε. Μετανιωμένος, ζήτησε να μεταβεί στο αφιερωμένο στην Παρθένο Μαρία μοναστήρι του Μαρίατσελ, ελπίζοντας ότι με τη βοήθεια της οι εξορκιστές-μοναχοί θα εξανάγκαζαν τον Διάβολο να του επιστρέψει το γραμμένο με αίμα σύμφωνο, απελευθερώνοντας τον από τα σατανικά δεσμά.

    Τρία διαδοχικά βράδια μπροστά στην Αγία Τράπεζα ο εξορκιστής μοναχός του Μαρίατσελ εξόρκιζε το Κακό Πνεύμα διατάσσοντάς το να επιστρέψει το έγγραφο της δέσμευσης στον Χάιτζμαν. Τελικά, μεσάνυχτα στις 8 του Σεπτέμβρη, ανήμερα της γιορτής της Γέννησης της Παναγίας, «ύστερα από τη χρήση εξορκιστικών προσευχών κατά τις οποίες ο μετανοηθείς υπέφερε από πολλούς και ισχυρούς σπασμούς και κρίσεις», ο Κρίστοφ Χάιτζμαν είδε τον ίδιο τον Διάβολο με μορφή φτερωτού μαστοφόρου δράκοντα πάνω στην Αγία Τράπεζα να του προτάσσει προκλητικά το αιματογραμμένο επίμαχο σημείωμα· όρμησε τότε κατά πάνω του, ξεφεύγοντας από τα χέρια των ιερέων που τον κρατούσαν, και επέστρεψε αμέσως θριαμβευτής με το σημείωμα στα χέρια, μας πληροφορεί το έγγραφο του αδελφού Φραγκίσκου, ηγουμένου του Μαρίατσελ.

    Ο Χάιτζμαν εγκατέλειψε λυτρωμένος, «εν πλήρη ευτυχία», το μοναστήρι και εγκαταστάθηκε στη Βιέννη, στο σπίτι της έγγαμης αδελφής του. Όμως λίγο καιρό αργότερα αδυνατώντας να εργαστεί με συνέπεια και αποτελεσματικά, και συνειδητοποιώντας ότι εξαιτίας αυτού οι άνθρωποι είχαν πάψει πια να τον εμπιστεύονται και να του προσφέρουν εργασία, άρχισε να υποφέρει και πάλι από σπασμούς και πολύωρες πνευματικές απουσίες κατά τις οποίες έβλεπε και βίωνε ποικίλες οπτασίες και οράματα: Το πρώτο διάστημα ήταν δαιμόνια και πειρασμοί με τη μορφή καλοντυμένων ιπποτών και ωραίων γυναικών που τον προσκαλούσαν να ακολουθήσει το δρόμο των ηδονών και των πλούσιων απολαύσεων, αλλά καθώς οι μέρες και οι εβδομάδες περνούσαν άρχισαν να εμφανίζονται όλο και πιο συχνά πρόσωπα άγια, ο ίδιος ο Χριστός και η Παναγία κάποια φορά, που αντίθετα του έδειχναν τον μακάριο και γαλήνιο βίο των ευσεβών που ζούσαν υπό την προστασία και την φροντίδα του Πανάγαθου Πατέρα, απειλώντας τον συνάμα με όλες τις οδύνες της Κόλασης αν αρνιόταν τον ασκητικό δρόμο της αρετής. Τις οπτασίες και τα οράματα αυτά κατέγραφε ο Χάιτζμαν λεπτομερώς σε ένα ημερολόγιο μέχρι τις αρχές του επόμενου χρόνου.

    Κατατρυχόμενος από δαίμονες και αγγέλους επέστρεψε την Άνοιξη του 1678 στο μοναστήρι του Μαρίατσελ ζητώντας και πάλι τη βοήθεια των μοναχών, ισχυριζόμενος ότι εξακολουθούσε να βασανίζεται από τα Κακά Πνεύματα εξαιτίας μιας άλλης παλαιότερης έγγραφης δέσμευσης με τον Διάβολο, γραμμένης όχι με αίμα εκείνη τη φορά αλλά με μελάνι -την οποία όμως ποτέ δεν είχε αναφέρει μέχρι τότε. Οι μοναχοί εξόρκισαν φυσικά και πάλι το Κακό, και ο Διάβολος αναγκάστηκε να επιστρέψει και την παλαιότερη αυτή συμφωνία πετώντας την «κατά την 8ην εσπερινήν, εν έτει 1678» στα σκαλιά του ναού, αφού πρώτα την κουβάριασε και την έσκισε σε τέσσερα κομμάτια!

Christoph Haitzmann
(Ο Διάβολος με τη μορφή ευγενούς)
    Λίγο καιρό μετά ο Χάιτζμαν εντάχθηκε ως αδελφός Χρυσόστομος στο μοναστικό τάγμα των Φιλεύσπλαχνων Αδελφών της Βιέννης λύνοντας οριστικά τα πνευματικά και τα βιοποριστικά του προβλήματα και έζησε ήσυχα και ευλαβικά στο μοναστήρι μέχρι τον θάνατό του το 1700 χωρίς να εμφανίσει άλλες κρίσεις ή προβλήματα. «Μόνο λίγο πριν πεθάνει», μας πληροφορεί επιστολή των Φιλεύσπλαχνων Αδελφών, «εκμυστηρεύθηκε πως ο Κακός εμφανίστηκε μπροστά του και κάποιες άλλες ακόμη φορές -μονάχα όμως όταν είχε πιει λίγο παραπάνω κρασί- επιχειρώντας να τον εξαναγκάσει και πάλι σε μια νέα έγγραφη δέσμευση μαζί του, και πως με το έλεος του Θεού κατάφερνε κάθε φορά να του αντιστέκεται αποτελεσματικά και να τον αποδιώχνει».


Η ιστορία του Χάιτζμαν ως νεύρωση. Η ανάγνωση του Φρόυντ


    Για τον Φρόυντ (ο οποίος θεωρεί απολύτως αξιόπιστο το χειρόγραφο και τις μαρτυρίες των Βενεδικτίνων μοναχών που περιέχονται σε αυτό) ο Χάιτζμαν υπέφερε από "νεύρωση", νεύρωση που τη χαρακτηρίζει "διαβολική" ή "δαιμονολογική", αποφεύγοντας τον όρο "δαιμονική υστερία" [hystérie démoniaque] που θα παρέπεμπε στη σχολή του Σαρκό. (Ένας σύγχρονος ψυχίατρος εθισμένος στο DSM θα έβλεπε ίσως, αντί για νεύρωση, μια ψυχωτική διαδικασία, μια παρανοειδή σχιζοφρένεια ή κάτι ανάλογο, αλλά αυτά είναι βέβαια ενδοψυχιατρικές διαμάχες χωρίς ιδιαίτερη σημασία.)

    Η νεύρωση του  εκδηλώθηκε σε δύο περιόδους: Στην πρώτη, που ξεκίνησε με τον θάνατο του πατέρα του και διήρκησε μέχρι τον πρώτο εξορκισμό στο μοναστήρι του Μαρίατσελ, κυριαρχούσε «μια ενισχυμένη νοσταλγία για τον πατέρα»· στη δεύτερη, που εκδηλώθηκε κατά την ολιγόμηνη παραμονή του στη Βιέννη στο σπίτι της έγγαμης αδελφής του και διήρκησε μέχρι τον δεύτερο εξορκισμό και την οριστική εισδοχή του στο μοναστικό τάγμα των Φιλεύσπλαχνων Αδελφών, «η πάλη μεταξύ της σχετιζόμενης με τη λίμπιντο όρεξης για ζωή και της επίγνωσης πως το ενδιαφέρον για την επιβίωση απαιτούσε επιτακτική στέρηση και άσκηση». ("Μια διαβολική νεύρωση...", σελ. 60) 
• • • 

    Η νεύρωση της πρώτης περιόδου ("Νοσταλγία του πατέρα")


    Ο Διάβολος του Χάιτζμαν αποτελεί ένα άμεσο υποκατάστατο του πατέρα, λέει ο Φρόυντ, «σε αυτό συνηγορεί και η αρχική μορφή με την οποία παρουσιάσθηκε μπροστά του»: Με τη μορφή ενός γηραιού ευκατάστατου, καλοντυμένου αστού (με κόκκινο παλτό, μαύρο καπέλο, ραβδί και μαύρο σκύλο), ανάλογης ηλικίας και κοινωνικής θέσης -υποτίθεται- με τον πατέρα του ζωγράφου. Το ό,τι ο Διάβολος, όπως και ο Καλός Θεός [ή ο Άι-Βασίλης] είναι υποκατάστατα ή απεικονίσεις του πατέρα, είναι για τον Φρόυντ ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός που αποδεικνύεται και από την μελέτη της ιστορίας των θρησκειών. Γιατί όμως ο Χάιτζμαν διαλέγει ως πατρικό υποκατάστατο την παραμορφωμένη μορφή ενός μαστοφόρου Διαβόλου; Η απάντηση, λέει ο Φρόυντ, βρίσκεται στην ανάλυση και ερμηνεία του κειμένου της συμφωνίας και στις «τρομακτικές και μυθολογικές» απεικονίσεις του Διαβόλου στους επόμενους πίνακες του Χάιτζμαν.

Christoph Haitzmann
(Ο Διάβολος με το φίδι-πέος)
    Στο δυσνόητο κείμενο της δέσμευσης (το νόημα του οποίου είναι, πάντα κατά τον Φρόυντ, ότι ο Διάβολος ανέλαβε την υποχρέωση να αντικαταστήσει τον απολεσθέντα πατέρα-προστάτη για εννιά χρόνια με αντάλλαγμα μετά το πέρας αυτής της περιόδου ο ζωγράφος να του ανήκει αιωνίως και ολοκληρωτικά), το σημαντικό στοιχείο είναι ακριβώς ο αριθμός 9. «Ο αριθμός εννέα μας είναι πολύ γνωστός από τις νευρωτικές φαντασιώσεις», υπενθυμίζει ο Φρόυντ. «Είναι ο αριθμός των μηνών της εγκυμοσύνης και όταν κάπου εμφανίζεται κατευθύνει πάντοτε την προσοχή μας προς μια φαντασίωση εγκυμοσύνης.» (ό.π., σελ. 35) Ο Χάιτζμαν, δηλαδή, ευχόταν, σε φαντασιωτικό επίπεδο, να αποκτήσει ένα παιδί από τον πατέρα -μια φαντασίωση της παιδικής ηλικίας απωθημένη προ πολλού που ο θάνατος του πατέρα, το πένθος και «η αύξηση της νοσταλγίας γι' αυτόν επανενεργοποίησε», και ενάντια στην οποία επιχείρησε να αμυνθεί υποβαθμίζοντας και θηλυκοποιώντας τον. (ό.π., σελ. 37)

    Ο πατέρας λοιπόν υποβαθμίστηκε αρχικά σε Διάβολο, και επειδή αυτό δεν ήταν αρκετό για να αντισταθμιστεί η έλξη και η νοσταλγία του, προστέθηκε στην εικόνα του ένα ζευγάρι γυναικείων μαστών (ή και δύο ζευγάρια μαστών σε κάποιους πίνακες που παραπέμπουν πλέον στο ζωικό βασίλειο), εξουδετερώνοντας έτσι και γελοιοποιώντας την αρρενωπότητα του. Η θηλυκή στάση του μικρού αγοριού προς τον πατέρα, η προσπάθεια σαγήνευσής του, απωθείται, λέει ο Φρόυντ, όταν το αγόρι κατανοεί «πως ο ανταγωνισμός με το κορίτσι για την αγάπη του πατέρα απαιτεί την παραίτηση από το δικό του αρσενικό γεννητικό όργανο, δηλαδή τον ευνουχισμό. Η απόρριψη της θηλυκής στάσης είναι επομένως η συνέπεια τής εναντίωσης κατά του ευνουχισμού και βρίσκει κανονικά την ισχυρότερη έκφρασή της στην αντιθετική φαντασίωση να ευνουχίσει τον ίδιο τον πατέρα, να τον καταστήσει θηλυκό». (ό.π., σελ. 38) Έτσι και οι μαστοί του Διαβόλου στους πίνακες του Χάιτζμαν.

    Όμως φαίνεται πως από μια χρονική στιγμή και μετά η θηλυκοποίηση του πατέρα-διαβόλου, «η αντίσταση ενάντια στην αποδοχή του ευνουχισμού και της θηλυκής στάσης», δεν ήταν πλέον αρκετά ισχυρή για να αντισταθμίσει τη «νοσταλγία για τον πατέρα», και έτσι ο Χάιτζμαν αναζήτησε τη συνδρομή της μητέρας. Κατέφυγε στην Αγία Μητέρα του Θεού του Μαρίατσελ, τη μόνη που μπορούσε να τον βοηθήσει να αποδεσμευθεί από το σύμφωνο με τον Διάβολο, να απαλλαγεί από την "νοσταλγία του πατέρα" και τις φαντασιώσεις που συνδέονταν μ' αυτήν. Και ανήμερα στη γιορτή της γέννησης της Αγίας Μητέρας λυτρώθηκε θαυματουργικά.
• • •

    Μια δεύτερη φαντασίωση που διείπε τη νεύρωση της πρώτης περιόδου ήταν η φαντασίωση της υπογραφής του συμφώνου με τον Διάβολο. «Η αιματογραμμένη δέσμευση ήταν και αυτή μια φαντασίωση, όπως και η δήθεν προγενέστερη με την μελάνη… Το όλο σύμφωνο με τον Διάβολο υφίστατο μόνο στην φαντασία του» (ό.π., σελ. 50), γράφει ο Φρόυντ, ενώ παράλληλα αποδέχεται και τη διαβεβαίωση των μοναχών πως οι δύο συμφωνίες υπήρχαν πράγματι και φυλάσσονταν στο θησαυροφυλάκιο της μονής ως ειλικρινή και αξιόπιστη. (Σε αντίθετη περίπτωση άλλωστε -αν αποδεχόταν δηλαδή το αναξιόπιστο των μοναχών- η ιστορία του Χάιτζμαν και η ψυχαναλυτική της ερμηνεία θα έχαναν κάθε σημασία.) Ο Χάιτζμαν είχε εκ των προτέρων την κόκκινη δέσμευση μαζί του, συμπεραίνει ο Φρόυντ, την οποία και παρέδωσε στους μοναχούς όταν επέστρεψε από τη συνάντηση του με τον Διάβολο-δράκοντα στο παρεκκλήσι του Μαρίατσελ. Παρόλα αυτά δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί απατεώνας (γεγονός που θα καθιστούσε και πάλι άκυρες τις φροϋδικές ερμηνείες). «Η μετάβαση από τη νεύρωση στην προσποίηση είναι ως γνωστόν ρευστή», παρατηρεί ο Φρόυντ. «Δεν έχω λοιπόν καμιά δυσκολία να υποθέσω πως ο ζωγράφος έγραψε αυτό το σημείωμα, όπως ακριβώς και τα επόμενα, ευρισκόμενος σε μια ιδιαίτερη, ισότιμη με τις οπτασίες του κατάσταση, και το πήρε μαζί του. Εάν ήθελε να φέρει εις πέρας την φαντασίωση τού συμφώνου με τον Διάβολο και της λύτρωσης δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά»! (ό.π., σελ. 51-52)
• • •

    Η νεύρωση της δεύτερης περιόδου ("Επιθυμία και πραγματικότητα")


    Διαφορετικές ήταν οι φαντασιώσεις που κυριάρχησαν κατά τη δεύτερη περίοδο της νεύρωσης του Χάιτζμαν: Φαντασιώσεις πειρασμών, φαντασιώσεις μιας πλούσιας ζωής ηδονών και απολαύσεων, στις οποίες αντιπαρατίθενται αργότερα φαντασιώσεις ασκητισμού αλλά και φαντασιώσεις τιμωρίας αν δεν επιλέξει τον δρόμο της εγκράτειας και της ευσέβειας.

Christoph Haitzmann
(Ο Διάβολος καλεί σε ακολασίες)
    Φεύγοντας λυτρωμένος από το μοναστήρι του Μαρίατσελ, ο Χάιτζμαν δεν υπέφερε πια από κατάθλιψη, λέει ο Φρόυντ. «Οι ορέξεις του κοσμικού παιδιού επαναδραστηριοποιήθηκαν» και επιθυμούσε πλέον να ζήσει και να γευτεί τις αμαρτωλές χαρές της ζωής. (ό.π., σελ. 57) Όμως γρήγορα οι προσδοκίες του έσβησαν·  αδυνατούσε να εργαστεί κανονικά, να φέρει εις πέρας ότι αναλάμβανε, και οι άνθρωποι έπαψαν πια να τον εμπιστεύονται. Άρχισε τότε να νιώθει και πάλι αβοήθητος και εγκαταλελειμμένος από όλους, με το καλλιτεχνικό και οικονομικό του μέλλον να ανοίγεται σκοτεινό μπροστά του. Οι πρώτες οπτασίες που τον κατέκλυσαν στην Βιέννη ήταν οι φαντασιώσεις τού κάθε «φουκαρά, του πεινασμένου για απόλαυση, του διεφθαρμένου: Υπέροχα σαλόνια, χλιδή, ασημένια σερβίτσια και όμορφες γυναίκες». (ό.π., σελ. 57) Όλα όσα του έλειπαν δηλαδή και θα ήθελε πολύ να αποκτήσει. Ο Χάιτζμαν αντιλαμβανόταν επίσης ότι μόνος του, στηριγμένος στις δικές του μοναχά δυνάμεις, δεν θα μπορούσε ποτέ να τα καταφέρει. Οι "ευσεβείς οπτασίες που ακολούθησαν αντιστοιχούσαν ακριβώς στην επιθυμία του να απαλλαγεί από το άγχος της καθημερινής επιβίωσης, να αναθέσει σε άλλους την ευθύνη κάλυψης των βιοποριστικών του αναγκών. «Δεν μπορώ να περιμένω καμιά βοήθεια από τους ανθρώπους», λέει μέσα σε ένα όραμά του, «αλλά ο Θεός δεν θα με εγκαταλείψει ποτέ».

    Ο Κρίστοφ Χάιτζμαν, σχολιάζει ο Φρόυντ, «ήταν σε ένα τόσο προχωρημένο στάδιο καλλιτέχνης και κοσμικό παιδί ούτως ώστε να μην του είναι καθόλου εύκολο να απαρνηθεί αυτόν τον αμαρτωλό κόσμο. Αλλά τελικά το έπραξε, λαμβάνοντας υπ' όψιν του τη θέση στην οποίαν βρισκόταν, ότι δηλαδή δεν είχε από κανέναν την παραμικρή βοήθεια. Προσχώρησε στο αδελφικό τάγμα και με αυτόν τον τρόπο τελείωσε τόσο η εσωτερική του πάλη όσο και η υλική του ένδεια… Κατά βάσιν και οι δύο περίοδοι της δαιμονολογικής του ασθένειας, συνεχίζει ο Φρόυντ, είχαν το αυτό νόημα. Εκείνο που ήθελε πάντοτε ήταν να εξασφαλίσει την επιβίωση του· την πρώτη φορά με την βοήθεια του Διαβόλου σε βάρος της μακαριότητάς του, και έπειτα, όταν αυτός απέτυχε και έπρεπε πια να αποταχθεί, με τη βοήθεια του κλήρου σε βάρος της ελευθερίας του και των περισσότερων δυνατοτήτων απόλαυσης εντός του βίου». (ό.π., σελ. 58)

    Αλλά τότε μήπως η "νεύρωση" του Χάιτζμαν δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα μιας αγωνιώδους πάλης για επιβίωση και ασφάλεια; Αυτή είναι μια επιφανειακή ανάγνωση, λέει ο Φρόυντ, μια οφθαλμαπάτη. Τις περισσότερες φορές για να προκληθεί μια νεύρωση χρειάζεται τα σχετιζόμενα με την επιβίωση ενδιαφέροντα να συνδεθούν στενά και με «τα ενδιαφέροντα τα σχετιζόμενα με τη λίμπιντο».(ό.π., σελ. 59) «Ακόμη και η άσχημη κατάσταση του ζωγράφου μας δεν θα του είχε προκαλέσει καμιά διαβολική νεύρωση εάν από την ένδειά του δεν είχε αναπτυχθεί μια ενισχυμένη νοσταλγία για τον πατέρα» (ό.π., σελ. 60), μια παλινδρόμηση σε παλιές προσκολλήσεις.
• • •

   Ένα κείμενο γραμμένο για τους "πιστούς" της ψυχανάλυσης


    Ο Φρόυντ γνώριζε καλά ότι οι ερμηνείες που πρότεινε -και ιδιαίτερα η αναφορά του στην επιθυμία εγκυμοσύνης- δεν θα γινόταν εύκολα αποδεκτές από όλους. «Σχεδόν κανένα άλλο κομμάτι των ψυχαναλυτικών διερευνήσεων εκ του ψυχικού βίου του παιδιού δεν ηχεί για τον φυσιολογικό ενήλικο τόσο αποκρουστικό και αναξιόπιστο», γράφει, «όσο η θηλυκή στάση προς τον πατέρα και η εξ αυτής εξαγόμενη φαντασίωση της εγκυμοσύνης του αγοριού». (ό.π., σελ. 39) Και προλαβαίνοντας τους επικριτές του σπεύδει να ανακεφαλαιώνει μέσα σε λίγες γραμμές όλες τις διατυπωμένες (διαχρονικά) ενάντια στην ψυχανάλυση κατηγορίες:
«Ενάντια στην ψυχανάλυση εγείρεται η μομφή ότι απλές συνθήκες τις κάνει -λεπτολογώντας- πολύπλοκες, ότι βλέπει μυστικά και προβλήματα εκεί όπου τέτοια δεν υφίστανται και ότι όλα αυτά τα φέρνει εις πέρας τονίζοντας υπερβολικώς μικρά και ασήμαντα στοιχεία, τα οποία μπορεί κανείς να διακρίνει παντού, καθιστώντας τα φορείς των πιο εκτενών και αλλόκοτων συμπερασμάτων… Οι αντίπαλοι θα μας πουν ότι οι αναλογίες και συνάφειες που καταδεικνύει η ψυχανάλυση στην υπό εξέτασιν περίπτωση δεν υφίστανται αλλά εισάγονται από εμάς με περιττή οξυδέρκεια.» (ό.π., σελ. 26)

    Ο Φρόυντ δεν μπαίνει στον κόπο να αντικρούσει τις κατηγορίες αυτές, δεν ενδιαφέρεται να πείσει τους αρνητές της ψυχανάλυσης. Απευθύνεται, όπως ο ίδιος λέει, σε αυτούς που ήδη «πιστεύουν» σ' αυτήν (αλλά όχι και στον Διάβολο) και αναγνωρίζουν την "αδιαμφισβήτητη" επιτυχία των ερευνών της στο θέμα των νευρώσεων.
• • •

Christoph Haitzmann
(Ο Διάβολος ως φτερωτός δράκοντας)
    Υπάρχουν πάντως κάποια σημεία, παρατηρεί ο ειδικευμένος στον 17ο αιώνα και τη δαιμονολογία ιστορικός Κριστιάν Ρενού (Christian Renoux), τα οποία ο Φρόυντ θεώρησε άνευ σημασίας και εύκολα τα προσπέρασε. Για παράδειγμα, πουθενά στο χειρόγραφο της Βιβλιοθήκης της Βιέννης δεν αναφέρεται ρητά ότι αιτία της μελαγχολίας του Χάιτζμαν και των όσων επακολούθησαν ήταν ο θάνατος του πατέρα του. Το χειρόγραφο κάνει λόγο απλώς για τον θάνατο ενός από τους γονείς του, χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση. Επιπλέον, «η ερμηνεία του Φρόυντ δεν λαμβάνει στην πραγματικότητα υπ' όψιν της το αίτημα του νεαρού ζωγράφου, όπως αυτό εκφράζεται ρητά στις γραπτές συμφωνίες, να γίνει δηλαδή ο γιος του Διαβόλου… Ο Φρόυντ βλέπει ορθά τον Διάβολο ως υποκατάστατο του πατέρα και αναλύει λεπτομερώς τη φιγούρα αυτού του υποκατάστατου αλλά δεν δίνει μεγάλη σημασία στην υιική επιθυμία του νεαρού ζωγράφου και προτιμά να διαβάσει αυτήν την επιθυμία ως επιθυμία εγκυμοσύνης. Ο γιος προς αναζήτηση πατέρα γίνεται για τον Φρόυντ γιος προς αναζήτηση ομοφυλόφιλης αιμομιξίας και ομοφυλόφιλης εγκυμοσύνης, χωρίς ωστόσο ούτε ο όρος αιμομιξία ούτε ο όρος ομοφυλοφιλία να κάνουν την εμφάνισή τους κάτω από την πένα του συγγραφέα.»[5] 
• • •

    «Η ψυχική αρρώστια», λέει ο Φουκώ, «έχει πραγματική υπόσταση και αξία σαν αρρώστια μόνο μέσα σε μια κουλτούρα που την αναγνωρίζει σαν τέτοια».[6] Για την ψυχιατρική και την ψυχανάλυση οι δαιμονισμένοι του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης ήταν μη αναγνωρισμένοι ψυχικά ασθενείς, αλλά μια τέτοια ερμηνεία βασίζεται, υποστηρίζει, σε μια λανθασμένη ιστορική πρόσληψη και στην αυθαίρετη προβολή των σημερινών αντιλήψεων στις κοινωνίες του παρελθόντος. «Στην πραγματικότητα το σύνθετο πρόβλημα της δαιμονοληψίας δεν ανήκει άμεσα στην ιστορία της τρέλας αλλά στην ιστορία των θρησκευτικών ιδεών.»[7]
Σ. Κ.     
(Επιμέλεια: Χρήστος Μπελόπουλος)   


1. Sigmund Freud, "Eine Teufelsneurose im siebzehnten Jahrhundert", Imago 9(1), 1923.
https://digi.ub.uni-heidelberg.de/diglit/imago1923/0011/image
• Η επιθεώρηση Imago ιδρύθηκε το 1912 από τον ίδιο τον Φρόυντ και εκδιδόταν κανονικά μέχρι και το 1937.

2. Σίγκμουντ Φρόυντ, Μια διαβολική νεύρωση τον 17ο αιώνα (μετάφραση Γιάννη Παπαχριστόπουλου), εκδόσεις Opportuna, 2011.
•  Στην καλαίσθητη έκδοση συμπεριλαμβάνονται κείμενο του Βέλγου λακανικού ψυχαναλυτή Σερζ Αντρέ (Serge André, 1948-2004) και κείμενο του Παπαχριστόπουλου, οι αναφορές των μοναχών και των ιερέων που ασχολήθηκαν με την περίπτωση του Χάιτζμαν, οι πίνακες του με τις απεικονίσεις του διαβόλου, οι λεζάντες που τους συνοδεύουν, καθώς και αποσπάσματα από το ημερολόγιο του.

3. Όλοι οι πίνακες του Χάιτσμαν συνοδεύονται από επεξηγηματικές λεζάντες στις οποίες περιγράφεσαι ο λόγος εμφάνισης του Διαβόλου. Ο συγκεκριμένος πίνακας απεικονίζει την τέταρτη εμφάνιση του Διαβόλου και η λεζάντα γράφει: «Την τέταρτη φορά εμφανίσθηκε με την αποτρόπαια μορφή του και είχε μαζί του ένα μεγάλο κίτρινο πουγγί. Μου έδειξε ένα μεγάλο δουκάτο λέγοντάς μου πως ήθελε να μου δώσει αυτό το πουγγί γεμάτο δουκάτα και όσα άλλα επιθυμούσα ή ευχόμουν, για να είμαι διαρκώς ικανοποιημένος. Αρνήθηκα όμως κατηγορηματικά την προσφορά του.»

4. Απόσπασμα από την επιστολή του ιερέα του Πόττενμπρουν προς τον ηγούμενο της μονής του Μαρίατσελ.

5. Christian Renoux, "Freud et l'affaire Haizmann", Psychoanalytische Perspectieven, vol. 20 (2), 2002: https://www.psychoanalytischeperspectieven.be/vol-20-2-2002

6. Michel Foucault, Ψυχική αρρώστεια και ψυχολογία [Maladie mentale et psychologie], σελ. 78, εκδ. Ελέυθερος Τύπος, 1988.

7. ό.π., σελ. 83.

Christoph Haitzmann. Το "εξώφυλλο" του χειρογράφου.
Στο κέντρο η σκηνή του εξορκισμού, δεξιά και αριστερά
οι σκηνές της υπογραφής των συμφώνων με τον Διάβολο.

-------------------------------------------------------------------------------------------------

   Σχετικές αναρτήσεις:


"Μαγεία και Τρέλα". Ο Μισέλ Φουκώ σχολιάζει το έργο του Τόμας Σας
•  Roger Gentis: "Σαμανισμός και τρέλα" ("Πίσω από τα τείχη του ασύλου") 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου