Unica Zürn, άτιτλο, 1954. (Από την ποιητική συλλογή Hexentexte ['Γραπτά Μάγισσας']) [1] |
«Ο κόσμος [...] είναι λοιπόν φτιαγμένος [...] από ανθρώπους πού ξέρουν να ζουν και που δεν ξέρουν να ζουν παρά μονάχα για να πάνε από μια μήτρα σ' έναν τάφο […], και μετά από αυτούς που δεν ξέρουν να ζουν και είναι επαναστάτες, στη μεγάλη πλειοψηφία τους ποιητές, πολλοί καλλιτέχνες και όλοι αυτοί που τους ταξινομούμε και τους φακελώνουμε με την βολική ετικέτα του 'ψυχικά ασθενή'. [...] .»
(Αντρέ Πιερ ντε Μαντιάργκ)[2]
(Αντρέ Πιερ ντε Μαντιάργκ)[2]
Τον Οκτώβριο του 1970, η Γερμανίδα συγγραφέας και εικαστικός Ούνικα Τσυρν (Unica Zürn) κατά τη διάρκεια μιας προσωρινής άδειας εξόδου από την ψυχιατρική κλινική στην οποία νοσηλευόταν αυτοκτόνησε (σε ηλικία 54 χρόνων) πέφτοντας από το παράθυρο του διαμερίσματος που μοιραζόταν στο Παρίσι με τον σύντροφο και εραστή της σουρεαλιστή καλλιτέχνη Χανς Μπέλμερ (Hans Bellmer).
Την τελευταία χρόνια της ζωής της, η Ούνικα Τσυρν βίωνε συχνά περιόδους κατάθλιψης που εναλλάσσονταν με ψευδαισθητικές παραληρηματικές κρίσεις εξαιτίας των οποίων νοσηλεύτηκε (με τη διάγνωση της "σχιζοφρένειας") αρκετές φορές και για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε ψυχιατρικά ιδρύματα πρώτα του Βερολίνου και μετέπειτα του Παρισιού. Την περίοδο αυτή ωστόσο έγραψε τα σημαντικότερα λογοτεχνικά της κείμενα και δημιούργησε τον μεγάλο αριθμό των χαρακτηριστικών της σχεδίων: Πεζογραφήματα, "ποιήματα-αναγράμματα"[3], σχέδια σινικής μελάνης με παραστάσεις ανθρωπόμορφων πλασμάτων και υβριδικών χιμαιρικών όντων με μεικτά ανθρώπινα, ζωικά και φυτικά χαρακτηριστικά σε απρόσμενους συνδυασμούς.
Ανάμεσά τους και μια σειρά αυτοβιογραφικών ή σχεδόν αυτοβιογραφικών μυθιστορηματικών κειμένων γραμμένων κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας της ζωής της, σε τρίτο πάντα πρόσωπο (εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις), και δημοσιευμένων μετά τον θάνατό της: "Η σκοτεινή Άνοιξη"[4], "Ο άνδρας των γιασεμιών - εντυπώσεις μιας ψυχικά ασθενούς"[5] και οι "Διακοπές στο Μαιζόν-Μπλάνς"[6], θεωρούνται τα σημαντικότερα από αυτά. Αποτελούν, ιδιαίτερα "Ο Άνδρας των γιασεμιών", μια από τις πιο διαυγείς εκ των έσω περιγραφές της εμπειρίας της τρέλας και, ταυτόχρονα, κείμενα αδιαμφισβήτητης λογοτεχνικής αξίας: Μια προσπάθεια να αντιληφθεί τις αιτίες που την οδήγησαν στην τρέλα, να ανακαλύψει τις κρυφές πηγές των οραμάτων, των "ψευδαισθήσεων" και των παράξενων ιδεών της (αλλά, επίσης, και της καλλιτεχνικής της δημιουργίας). Απόπειρα "αυτοθεραπείας" επικίνδυνη που κάποιες φορές την οδηγούσε σε μια ακόμη κρίση: «Το γράψιμο με τρελαίνει» έγραψε και η ίδια κάποια φορά. Τα σχέδια, τα ποιήματα, τα αφηγήματα και τα θεατρικά σενάρια, σημειώνει ο Γάλλος καθηγητής αισθητικής Ζωρζ Μπλες (Georges Bloess), "τα εργαλεία που χρησιμοποίησε δεν στάθηκαν όμως ικανά να την απελευθερώσουν από κάποιο είδος μοίρας αλλά συνέβαλαν, αντιθέτως, στην καταστροφή της. […] Δεν την βοήθησαν να ξεπεράσει οριστικά τον αρχαίο πόνο, να κλείσει τις ανοιχτές πληγές των παιδικών της χρόνων, να επανορθώσει τις αποτυχίες της ενήλικης ζωής".[7]
Έχει απομείνει, ωστόσο, ένα πλούσιο και αυθεντικό έργο, που έγινε κυρίως γνωστό μετά το θάνατό της και την τοποθετεί σήμερα πλάι στις διάσημες γυναικείες μορφές του σουρεαλιστικού κινήματος.[8]
(Για τα άλλα κείμενα της, τα σχετικά με την τρέλα, βλέπε παράρτημα.)
|
|
• • • • •
«Τα πρώτα γυναικεία μάτια που συνάντησα στην αρχή της ζωής μου, μου ενέπνευσαν έναν φόβο αβάσταχτο για την αράχνη… Γι' αυτό από πολύ νωρίς χωρίσθηκα σε δύο κομμάτια.» / «Και αυτός ο διχασμός είναι μέχρι σήμερα το μαρτύριο μου.»
(Unica Zürn, "Το λευκό με την κόκκινη κουκκίδα")[9]
Η "Σκοτεινή Άνοιξη" είναι η ιστορία ενός μικρού κοριτσιού (στην πραγματικότητα της ίδιας της Ούνικα) από τα πιο τρυφερά του χρόνια μέχρι την ηλικία των δώδεκα χρόνων. Αφηγείται τα οικογενειακά βιώματα, τις παιδικές υπαρξιακές ανησυχίες και τη σταδιακή ανακάλυψη του κόσμου, του σώματος και του ερωτισμού μέσα από εμπειρίες που κάποιες φορές υπήρξαν επώδυνες και τραυματικές αφήνοντας ανεξίτηλα σημάδια: Μια "ερωτική" κυρίως αυτοβιογραφία", «οι ερωτικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας», όπως έλεγε η ίδια η Ούνικα Τσυρν.
Μέσα από την ιστορία του μικρού κοριτσιού η Ούνικα μιλά για την αποστροφή που ένιωθε και την απέχθεια της για μια μητέρα αδιάφορη και ψυχρή (μια μητέρα "αράχνη"), αλλά και για τη λατρεία και το πάθος της για τον σχεδόν πάντα απόντα από το σπίτι πατέρα, έναν πατέρα που η Ούνικα είχε εξιδανικεύσει, λαχταρούσε να βρεθεί κοντά του και βίωνε με αισθήματα βαθιάς θλίψης και εγκατάλειψης τις πολύ συχνές του απουσίες.
Περιγράφει επίσης τις δικές της παιδικές "θεωρίες της σεξουαλικότητας", τις πρώτες δειλές ερωτικές "πολύμορφες" ανιχνεύσεις και, τελικά, το βίαιο χάσιμο της παιδικής της αθωότητας σε ηλικία μόλις δέκα χρονών, όταν βιάσθηκε από τον δεκαεξάχρονο αδελφό της «εκείνον τον ήσυχο και καυτό Ιούλη, ένα απόγευμα που το απειλούσε η καταιγίδα […]»:
«Αμύνεται με όλη της τη δύναμη, αλλά είναι πιο δυνατός από αυτήν και δεν μπορεί πια να ξεφύγει. […] Πέφτει πάνω της και φυτεύει το "μαχαίρι" του (έτσι το αποκαλεί) μέσα στην "πληγή" της. Ντρέπεται, και νιώθει προδομένη […].» / «Δεν υπάρχει πια μυστικό γι' αυτήν. Από εκείνη την ημέρα, τα ξέρει όλα. Είναι δέκα χρονών. Άδεια και λυπημένη […].» / «Καταφεύγει στη φαντασία για ν' αντέξει τη ζωή»
Ονειρεύεται συχνά «έναν άνδρα σκοτεινό που θα εξασκήσει πάνω της όλη του τη βία». Φαντασιώνει μαυροφορεμένες φιγούρες ανδρών να την περικυκλώνουν αργά για να τη φοβίσουν και να την βασανίσουν:
«… πάνω σ' ένα κομμάτι μάρμαρο, μαύρο και ψυχρό, με κοφτερές προεξοχές. Οι απαγωγείς της την έχουν αλυσοδέσει. Είναι γυμνή και τρέμει από το κρύο και την έξαψη. […] Ο κύκλος των ανδρών με τα μαύρα ρούχα εμφανίζεται και κλείνει γύρω της. […] Είναι αμίλητοι και σχεδόν ακίνητοι. Φοβάται, και αυτό είναι πολύ σημαντικό γι' αυτήν. Αγαπά την αγωνία και τον τρόμο. […] Ένα στιλέτο διεισδύει αργά μέσα στην "πληγή" της και μεταμορφώνεται σε γλώσσα σκύλου ζεστή κι ευκίνητη...»[10]
Μέσα από τη φαντασίωση η Ούνικα επιχειρεί να αντισταθμίσει τις επιπτώσεις του "τραύματος", να μεταμορφώσει την πραγματικότητα της οδύνης σε ηδονή. Γίνεται η ίδια ο δημιουργός που "ελέγχει και κατευθύνει όπως αυτός θέλει, ως υποκείμενο, αυτό που έχει υποστεί ως θύμα, ως αντικείμενο". (Όπως αργότερα, και στην ενήλικη ζωή, με το γράψιμο, την ποίηση, την καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά και "τα οράματα" του ψευδαισθητικού της παραληρήματος.)
Η "Σκοτεινή Άνοιξη τελειώνει με το δωδεκάχρονο κορίτσι, να αυτοκτονεί πέφτοντας από το παράθυρο του δωματίου του, όταν η μητέρα της την τιμώρησε και της απαγόρεψε αυστηρά να ξαναδεί τον άγνωστο νεαρό ενήλικα που συναντούσε στο κολυμβητήριο και είχε παράφορα (εν αγνοία του) ερωτευτεί. Αφού πρώτα, βέβαια, κατάπιε τη φωτογραφία του που εκείνος καλοπροαίρετα, ανυποψίαστος, της είχε χαρίσει[11]:
«Βγάζει από την ντουλάπα το πιο όμορφό της νυχτικό και το φορά. Για τελευταία φορά, θαυμάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Τον βλέπει ήδη να αναπηδά εκεί κάτω, πάνω στο έδαφος, και φαντάζεται το ωραίο της νυχτικό γεμάτο χώμα και αίμα...»
Μια αυτοκτονία προάγγελος του δικού της πανομοιότυπου θανάτου λίγο καιρό μετά το τελείωμα της συγγραφής του έργου.[12]
|
|
• • • • •
Στον "Άνδρα των γιασεμιών" (που άρχισε να γράφεται το 1965, πριν τη συγγραφή της "Σκοτεινής Άνοιξης" και μετά τις πρώτες νοσηλείες της το 1960 στο ψυχιατρείο Βιττενάου [Wittenau] του Βερολίνου και το 1961 στο παρισινό ψυχιατρείο της Αγίας Άννης) περιγράφει με αυτεπίγνωση και οξυδέρκεια, σχεδόν αντικειμενικά, ξεκινώντας και πάλι από την παιδική της ηλικία, την αργή πορεία της προς την τρέλα, τις πρώτες ψυχωτικές της κρίσεις, τις "οπτικές και ακουστικές ψευδαισθήσεις", τις παραληρηματικές ιδέες και τις εκκεντρικές συμπεριφορές της -προσπαθώντας ταυτόχρονα να αντιληφθεί την κρυμμένη σημασία και το νόημά τους. Καταγγέλλει επίσης συχνά τη βία της ψυχιατρικής, όπως η ίδια την υπέστη στο σώμα και την ψυχή της, και την κενή, μονότονη και "αποβλακωτική" ζωή των ψυχιατρικών ιδρυμάτων, όπου οδηγήθηκε τις περισσότερες φορές χωρίς τη θέλησή της.
Ξεκινά την εξιστόρηση με ένα όνειρο που είδε όταν ήταν έξι χρονών και την επηρέασε βαθιά: Μέσα από έναν καθρέφτη, σαν άλλη Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, βρίσκεται σε ένα μικρό σπίτι όπου δεν υπάρχει κανείς. Στο τραπέζι μόνο μια μικρή άσπρη κάρτα, κάτι σαν προσκλητήριο με ένα όνομα χαραγμένο πάνω του. Το σήκωσε στα χέρια της και τότε, πριν προλάβει να το διαβάσει, ξύπνησε απότομα. Το άλλο πρωί, νιώθοντας ένα ανεξήγητο και πρωτόγνωρο βαθύ αίσθημα μοναξιάς, έτρεξε στο κρεβάτι της μητέρας "σαν να ήθελε να επιστρέψει εκεί απ' όπου είχε έρθει στον κόσμο".[13] Όταν όμως εκείνη γύρισε προς το μέρος της…
«Ένα βουνό ζεστής σάρκας που έκλεινε μέσα του το ακάθαρτο πνεύμα αυτής της γυναίκας έπεσε πάνω στο παιδί πανικοβάλλοντας το. Φεύγει τρέχοντας μακριά, εγκαταλείποντας μια για πάντα τη μητέρα, τη γυναίκα, την αράχνη. Νιώθει βαθειά πληγωμένη. Και τότε για πρώτη φορά βλέπει μπροστά της την οπτασία του Άνδρα των γιασεμιών»: Ένας παράλυτος άνδρας με πανέμορφα γαλανά μάτια, ήρεμος και σιωπηλός στην αναπηρική του πολυθρόνα ανάμεσα στα ανθισμένα γιασεμιά του κήπου… και η Ούνικα καθισμένη απέναντί του να τον κοιτά ώρα πολύ μαγεμένη.
Μια οπτασία προστατευτική, πατρική και ερωτική συνάμα, που την καλούσε συχνά στις φαντασιώσεις της παιδικής και εφηβικής της ηλικίας στις οποίες συνήθιζε να βρίσκει καταφύγιο για να «ξεφύγει από την ασχήμια και τις δυσκολίες της πραγματικότητας». Μια οπτασία που αργότερα στην ενήλικη ζωή της πήρε σάρκα και οστά στο πρόσωπο του ποιητή και ζωγράφου Ανρί Μισώ (Henri Michaux), μια ταύτιση που, όπως πίστευε η ίδια, στάθηκε αφορμή της ψυχικής της κατάρρευσης, της κατάδυσης της στον κόσμο της τρέλας:
«Μερικές μέρες αργότερα έζησε το πρώτο θαύμα της ζωής της: Σε ένα δωμάτιο του Παρισιού βρέθηκε απέναντι στον 'Άνδρα-των-γιασεμιών'.» / «Οι εικόνες που είχε φανταστεί όταν ήταν παιδί και η εμφάνιση αυτού του άνδρα ήταν ολόιδιες. Με τη μόνη διαφορά ότι αυτός δεν ήταν παράλυτος και δεν υπήρχε ολόγυρα κήπος με ανθισμένα γιασεμιά… Το σοκ που ένιωσε από αυτήν την συνάντηση ήταν τόσο δυνατό που δεν το ξεπέρασε ποτέ.» / «Αν δεν είχε έρθει ποτέ», προσθέτει σε ένα άλλο σημείο του κειμένου, «αν ο Άνδρας-των-γιασεμιών είχε παραμείνει μονάχα μια εικόνα ονείρου, τόσο γλυκιά και τόσο όμορφη! Αλλά με την εμφάνιση του Λευκού Άνδρα με σάρκα και οστά (πώς αλλιώς θα μπορούσε να τον ονομάσει, αυτόν που εκπέμπει εκτυφλωτικές ακτίνες ανησυχητικής λευκότητας), με την εμφάνισή του η τρέλα άρχισε».
Unica Zürn, άτιτλο, 1963 |
Η Ούνικα ερωτεύθηκε αρχικά τον Μισώ, αλλά γρήγορα απογοητεύθηκε. Η μαγεία της πρώτης συνάντησης έσβησε. Η πραγματικότητα δεν άντεχε τη σύγκριση με την πειθήνια ομορφιά της φαντασίωσης, αλλά και η οπτασία βγήκε χαμένη από τη συνάντηση αυτή. Ο άνδρας των γιασεμιών μπορούσε τώρα να γίνει και διώκτης. Ταυτόχρονα, η σχέση της με τον Μπέλμερ μπήκε σε βαθιά κρίση. Μετά από έναν καυγά μαζί του η Ούνικα αποφάσισε να τον εγκαταλείψει και να επιστρέψει στη γενέθλια πόλη της, το Βερολίνο, προσδοκώντας μια καινούργια, διαφορετική και πιο ανεξάρτητη ζωή.
Στο Βερολίνο ξαναείδε για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια τα παιδιά της, που τα είχε αφήσει -μικρά ακόμη- στον πρώην σύζυγό της, όταν χώρισαν το 1949. Τα ψυχολογικά προβλήματα του γιου της, οι αναζωπυρωμένες ενοχές για την εγκατάλειψη των παιδιών της, η οικονομική ανέχεια, οι δυσκολίες επανασύνδεσης και επαναπροσαρμογής, αλλά και η εικόνα του διαιρεμένου Βερολίνου (που της "θύμιζε" το δικό της εσωτερικό διχασμό) την αναστάτωσαν και επηρέασαν την ευαίσθητη ψυχική της ισορροπία.
Θα ήθελε να μπορούσε να ξανάβλεπε το Βερολίνο και πάλι ενωμένο με όλη την χαμένη του λάμψη, όπως ήταν παλιά. Ευχή και επιθυμία, που κατέληξε κάποιο στιγμή σε παραλήρημα. Πίστευε τώρα ότι μόνο αυτή θα μπορούσε να ενώσει ξανά την πόλη, να την "ξαναγεννήσει". Την κυοφορούσε ήδη, το Βερολίνο θα ξαναγεννιόταν:
«Ήταν αναστατωμένη που έβλεπε την πόλη μετά από μεγάλη απουσία… Το ξέρει: αυτή η πόλη έχει χωριστεί στα δυο. Ανησυχητική κατάσταση για μια πόλη. Αποφασίζει μυστικά να την κάνει να ξαναγεννηθεί στην τέλεια ενότητά της. Και είναι αυτή που θα κυοφορήσει αυτή την πόλη. […] νιώθει ήδη τις οδύνες του τοκετού, τα ίδια συμπτώματα που είχε και στη γέννα των παιδιών της. Δεν μπορεί να καταλάβει, πώς είναι δυνατόν να νιώθει έγκυος σε μια ολόκληρη πόλη...»
Η συμπεριφορά της έγινε ολοένα και πιο εκκεντρική και παράξενη. Έριξε το διαβατήριο της σε ένα ταχυδρομικό κουτί και άρχισε να περιπλανιέται στους δρόμους με "όμορφα οράματα" να την κατακλύζουν. Τελικά, οδηγήθηκε από την αστυνομία στο ψυχιατρείο του Βιττενάου (ένα ψυχιατρείο που είχε συμμετάσχει κατά τη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου, όπως και τα άλλα ψυχιατρεία του Βερολίνου, στην επιχείρηση εξόντωσης των "χρόνιων" ψυχικά πασχόντων ως "ανθρώπων που δεν άξιζε να ζουν").
Μέσα στο ψυχιατρείο οι οπτασίες και τα οράματά της απέκτησαν τώρα τρομακτική μορφή, πυροδοτούμενα από την φρικαλέα ιστορία του τόπου, αλλά και από τις ενοχές της για την παθητική στάση που κράτησε την εποχή του ναζισμού και για τις κρυφές εκτρώσεις που είχε κάνει στο παρελθόν (και που εξομοίωνε τώρα με φρικτές δολοφονίες): Έβλεπε σωρούς σκελετών και πτωμάτων μισοκρυμμένων κάτω από διάφορα αντικείμενα και λείψανα "βιασμένων κοριτσιών" και κομματιασμένων εμβρύων.
Το ψευδαισθητικό παραλήρημα υποχώρησε τελικά με ισχυρές δόσεις ψυχοφαρμάκων, και τότε η κατάθλιψη ξανάκανε την εμφάνισή της. Μια απόπειρα αυτοκτονίας ακολούθησε…
Η Ούνικα επέστρεψε ξανά στο Παρίσι την Άνοιξη του 1961 και επανασυνδέθηκε με τον Μπέλμερ. Όμως, λίγους μήνες μετά μια νέα κρίση εκδηλώθηκε: Κατέστρεψε τώρα το μεγαλύτερο μέρος των ιστοριών που είχε γράψει στο Βερολίνο πριν γνωρίσει το 1953 τον Μπέλμερ (σαν να ήθελε να απαλλαγεί οριστικά από το παρελθόν της), εγκατέλειψε την τσάντα με την ταυτότητα της σε ένα καφενείο και ξαναπήρε τους δρόμους παραληρώντας. Αυτή τη φορά οδηγήθηκε στο ψυχιατρείο την Αγίας Άννας…
Unica Zürn, άτιτλο, 1963 |
• • • • •
Οι "Διακοπές στο Μαιζόν Μπλανς" είναι ένα από τα τελευταία κείμενα της γραμμένο την Άνοιξη του 1970 κατά τη διάρκεια μιας ακόμη νοσηλείας της στο ομώνυμο ψυχιατρείο. Περιγράφει με φρίκη τη βίαιη "θεραπεία" που υπέστη στην προηγούμενη νοσηλεία της με πάρα πολύ ισχυρές δόσεις ψυχοφαρμάκων που τη διέλυσαν, την παρέλυσαν σχεδόν σωματικά και διανοητικά με τις παρενέργειες τους να παραμένουν αισθητές για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το ψυχιατρείο παραλληλίζεται με στρατόπεδο συγκέντρωσης, μια ατμόσφαιρα συνεχούς τρόμου, ένας "οίκος θανάτου", απομόνωσης και νέκρωσης: «Γίνεται κανείς απαθής εδώ, επειδή η ζωή είναι αποβλακωτική και μονότονη». Η ίδια πάντως κατόρθωσε να διατηρήσει την ευαισθησία της και περιέγραψε με οίκτο και ενσυναίσθηση τον ψυχικό πόνο των συνασθενών της.
Όπως και στον "Άνδρα με τα γιασεμιά", αλλά και σε άλλα "αυτοβιογραφικά" της κείμενα, προσπαθεί και πάλι να καταλάβει τις αιτίες των ψευδαισθητικών της παραληρημάτων, τις αιτίες που την οδηγούσαν όλα αυτά τα χρόνια ξανά και ξανά στην τρέλα, προσπάθεια που καταλήγει σε ένα νέο παραληρηματικό ξέσπασμα: Θυμάται και πάλι τις "φρικτές" εκτρώσεις που είχε κάνει και κατακλύζεται εκ νέου από ενοχές που με τη σειρά τους πυροδοτούν έναν ακόμη κύκλο τρομακτικών φαντασιώσεων και ψευδαισθήσεων…
Οι τελευταίες σελίδες του κειμένου μαρτυρούν την απογοήτευση της απέναντι στην τρέλα, τη θλιμμένη επίγνωση πως και αυτήν τη νοσηλεία μια άλλη θα την ακολουθήσει. Λίγους μήνες μετά, χωρίς να δώσει κανένα προμήνυμα, με τους γιατρούς της να θεωρούν πως είχε σχεδόν πλήρως αποθεραπευτεί και την ίδια να σχεδιάζει τη συγγραφή ενός νέου βιβλίου με τον χαρακτηριστικό τίτλο "Ο Άνδρας-σκουπιδοτενεκές", η Ούνικα Τσυρν αυτοκτόνησε ένα πρωινό, αφού πρώτα πέρασε μια όμορφη, ήρεμη νύχτα μαζί με τον Μπέλμερ.
«Έρχονται βιαστικά, οι ώρες του θανάτου, βλέπω πικρά τα στόματά τους.
Πόσο εύκολο είναι… αν η σελήνη
μιας ακτίνας σε αγγίξει, σε ανυψώνει προς τ' άστρα.
Φτάνει πια ο πόνος, Σκυλί του Άδη, σε παρακαλώ,
σπρώξε με στο κενό.
Εκεί, εγώ, η τυφλή, οφείλω να δω.»[14]
|
|
• • • • •
«Η δυστυχία γι' αυτήν άρχιζε με τα ηρεμιστικά. Η ποίηση τελείωνε.»
Η Ούνικα Τσυρν τουλάχιστον αρχικά, όταν οι ψευδαισθήσεις δεν είχαν πάρει ακόμη τη μορφή του αφόρητου εφιάλτη, που έπαιρναν το πιο συχνά με τον εγκλεισμό της στα ψυχιατρεία, δεν θεωρούσε την "τρέλα" και τα ποικίλα "οράματα" της ψυχική ασθένεια. Αντίθετα, θαύμαζε πολλές φορές την "τρομακτική" ομορφιά και την απόκοσμη μαγεία των οπτασιών και των οραμάτων της και προσπαθούσε να τα επικοινωνήσει μέσα από το εικαστικό και λογοτεχνικό της έργο.
Δεχόταν την τρέλα ως ένα είδος "δώρου", προνόμιο που της επέτρεπε να βιώνει μοναδικές και ασυνήθιστες καταστάσεις πέρα από τα όρια του "φυσιολογικού" και την πεζή ή αφόρητη πραγματικότητα. Δεν ήθελε να επιστέψει «από την θεσπέσια κορυφή όπου αισθανόταν τόσο όμορφα». Δεν ήθελε να "γιατρευτεί": «Αν κάποιος της είχε πει ότι ήταν απαραίτητο να γίνει τρελή για να έχει ψευδαισθήσεις», γράφει στον Άνδρα των γιασεμιών, «θα είχε ευχαρίστως δεχθεί να γίνει». Γι' αυτό και αντιδρούσε έντονα στην προοπτική κάθε νέας νοσηλείας και στη λήψη ψυχοφαρμάκων, οι ισχυρές δόσεις των οποίων περιόριζαν τη φαντασία της και την ακινητοποιήσουν διανοητικά. Χαρακτήριζε τις αναγκαστικές νοσηλείες της άδικη τιμωρία και φυλάκιση, και βίωνε τις υποχρεωτικές ενέσεις που υφίστατο καθηλωμένη στο κρεβάτι τού νοσοκομείου ως ταπείνωση, "σταύρωση" και έναν ακόμη πραγματικό βιασμό. Η στάση της μετριάσθηκε κάπως καθώς τα χρόνια προχωρούσαν, εξακολούθησε όμως πάντα να προτιμά την ψυχωτική έκρηξη και ταραχή, τις οπτασίες και τα οράματα ακόμη και αν ήταν τρομακτικά, από την ακινησία, τη σιωπή και την ανυπόφορη οδύνη της κατάθλιψης η οποία πολύ συχνά ακολουθούσε τη βίαια ψυχιατρική καταστολή των "οραμάτων" της: «Η δυστυχία γι' αυτήν άρχιζε με τα ηρεμιστικά. Η ποίηση τελείωνε.» [15]
• • • • •
"Αυτό που καθιστά την μοίρα αυτής της γυναίκας τόσο εξαιρετική", γράφει η στενή της φίλη και μεταφράστρια έργων της στα Γαλλικά Ρουθ Χένρι (Ruth Henry) προλογίζοντας τις "Διακοπές στο Μαιζόν Μπλανς" (édit. Joëlle Losfeld, 2000), "δεν είναι τόσο η ψυχική της ασθένεια, που διήρκεσε χρόνια και την εξανάγκασε να παραμένει σε ψυχιατρικές κλινικές, αλλά το γεγονός ότι κατόρθωσε σε φάσεις ύφεσης και ήρεμης διαύγειας να γράψει για τις εμπειρίες της και να εξάγει από τη επιδεινούμενη κατάπτωση τής ύπαρξής της ένα λογοτεχνικό έργο, ένα έργο πλούσιο σε αμφισημίες βγαλμένο από τα βάθη του εαυτού της ή τις ψευδαισθήσεις της". Σε αντίθεση με τους υπερρεαλιστές φίλους της, η Ούνικα Τσυρν, συνεχίζει σε ένα άλλο της κείμενο η Ρουθ Χένρι, "δεν καλλιεργούσε σκόπιμα την 'ατμόσφαιρα' της τρέλας και της ψευδαίσθησης για να δρέψει το όμορφο φρούτο της ποίησης: το δέχονταν, αυτό το φρούτο με την πικρή γεύση, χωρίς προσπάθεια, από τη στιγμή που αποφάσιζε να εκφράσει τις παράφρονες οδύνες (και τις χαρές) της αρρώστιας της»".[16]
Χρήστος Μπελόπουλος,
Ντίνος Χατζηαθανασίου
• • • • • • •
Βλέπε επίσης:
Η σουρεαλίστρια συγγραφέας, ποιήτρια και ζωγράφος Unica Zürn.
(I) Η πορεία προς την τρέλα και την αυτοκτονία
Η σουρεαλίστρια συγγραφέας, ποιήτρια και ζωγράφος Unica Zürn.
(I) Η πορεία προς την τρέλα και την αυτοκτονία
Σχετικές αναρτήσεις:
• Η ψυχιατρική διαδρομή της Γαλλίδας συγγραφέως Emma Santos
• Η "οραματική τέχνη" του August Natterer
• "Γράμμα στους ιατρικούς διευθυντές των φρενοκομείων". Η καταγγελία της ψυχιατρικής βίας από το υπερρεαλιστικό κίνημα
• "Healing Voices" . Μια ταινία για τους ανθρώπους που ακούνε φωνές
• Γιώργης Ζάρκος: "Ζωντανά πτώματα". Η καθημερινή ζωή στο ψυχιατρικό άσυλο
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
|
|
Άλλα κείμενα της Ούνικα Τσυρν σχετικά με την τρέλα
• Το "Είμαστε τρελοί" [On est fous] και το "MistAKE", είναι δυο μικρά κείμενα γραμμένα το 1964 στα γαλλικά, τα πρώτα κείμενα που έγραψε η Unica Zürn για την εμπειρία της τρέλας, μετά την πρώτη μεγάλη της ψυχωτική κρίση που με ελάχιστες υφέσεις διήρκεσε από το 1960 μέχρι το 1963.
Το πρώτο, που ξεκινά με τη φράση «Η απελευθέρωση από την ελπίδα, είναι ελευθερία απόλυτη», μια φράση που μας θυμίζει τον Νίκο Καζαντζάκη, είναι ίσως το μοναδικό κείμενό της στο οποίο τα ψυχιατρεία χαρακτηρίζονται ως προσωρινός τόπος προστασίας, καταφύγιο για να γλυτώσουν οι τρελοί από τη ζωή του "έξω" και τη "μοχθηρία του κόσμου".
Στο δεύτερο, το "MistAKE", που είναι αφιερωμένο κάπως ειρωνικά «στον Κύριο Καθηγητή Λακάν», περιγράφει με λεπτομέρειες την ψυχωτική κρίση που εκδηλώθηκε ανοιχτά το 1960 στο Βερολίνο (μια κρίση που θα περιγράψει ξανά και στον "Άνδρα των γιασεμιών"), ένα ψευδαισθητικό παραλήρημα που είχε ήδη ξεκινήσει μέσα στο αεροπλάνο που την μετέφερε ξανά στη γενέτειρά της με την επιθυμία να ξεκινήσει μια νέα αυτόνομη ζωή χωρίς το στήριγμα του Μπέλμερ ή κάποιου άλλου πατρικού-ερωτικού υποκατάστατου του.
• Στις "Σημειώσεις σχετικά με την τελευταία (;) κρίση" [Notizen zur letzten (?) Krise] (1966), με το ανησυχητικό ερωτηματικό στον τίτλο, περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες μια από τις "κρίσεις" της, «ένα ερμηνευτικό παραλήρημα με ψευδαισθήσεις», όπως η ίδια το χαρακτηρίζει -και αυτή είναι μια από τις ελάχιστες φορές που καταφεύγει σε ψυχιατρικούς όρους για να περιγράψει την κατάστασή της.
• Στα κείμενα αυτά θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και το"φανταστικό" διήγημα της "Το σπίτι των ασθενειών" [Das Haus der Krankheiten]. Γράφτηκε το 1958 κατά τη διάρκεια μιας λοίμωξης με πολύ υψηλό πυρετό εξαιτίας της οποίας υπέπιπτε κατά διαστήματα σε ημισυνειδητή κατάσταση -κατάσταση η οποία, σύμφωνα με τους σουρεαλιστές, έδινε πρόσβαση στο ασυνείδητο. (Το κείμενο περιελήφθη αργότερα στον "'Άνδρα των γιασεμιών".) Συνοδεύεται από 17 σχέδια που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του (όπως άλλωτε και τα σχέδια που περιέχονται στις ποιητικές της συλλογές "Hexentexte" και "Oracles et Spectacles", τις μόνες ποιητικές της συλλογές που δημοσιεύτηκαν εν όσω ζούσε).
Είναι η φανταστική ιστορία μιας νεαρής κοπέλας που αρρώστησε όταν ο «θανάσιμος εχθρός» της με πρακτικές μαύρης μαγείας της αφαίρεσε «τις καρδιές των ματιών της», με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέφτη, να μην μπορεί να κοιτάξει τους άλλους και οι άλλοι να μην την αναγνωρίζουν. Οδηγήθηκε στο "σπίτι των ασθενειών", όπου ο γιατρός Mortimer της αποκάλυψε ότι ο μόνος που μπορούσε να τη βοηθήσει να ξανακερδίσει τις κλεμμένες καρδιές των ματιών της ήταν ο Άνδρας-με-τα-λευκά-μαλλιά… Στη φανταστική αυτή ιστορία οι μελετητές του έργου της Ούνικα Τσυρν ανιχνεύουν τα πρώτα, αδιόρατα ακόμη, σημάδια της επερχόμενης ψυχικής της αποδιοργάνωσης. Οι φαντασιώσεις και οι παράξενες ιδέες την νεαρής ηρωίδας τού διηγήματος φαίνεται να προμηνύουν τις ψευδαισθήσεις και τις παραληρηματικές ιδέες της ίδιας της συγγραφέως όταν, δύο χρόνια μετά, θα εκδηλωθεί ανοιχτά η πρώτη ψυχωτική της κρίση.*
* "Το σπίτι των ασθενειών" ενέπνευσε κατά μεγάλο μέρος το ομώνυμο θεατρικό έργο ["Το σπίτι με τις αρρώστιες"] της Βρετανίδας σκηνοθέτιδος Έλεν Σπάκμαν (Helen Spackman), που παίχτηκε και στην Αθήνα το 2008. (Στα περισσότερα δημοσιεύματα της εποχής η Unica Zürn αναφέρεται ως Ούνικα Ζουρν.)
---------------------------------------------------------------------------------
Σημειώσεις
1. Unica Zürn, "Hexentexte. Zehn Zeichnungen und zehn Anagramm-Texte", Galerie Springer, 1954.
Beinecke Rare Book & Manusript Library: https://brbl-dl.library.yale.edu/vufind/Record/3547730
2. André Pieyre de Mandiargues, "Savoir-Vivre". Πρόλογος στο: Unica Zürn, L' Homme-Jasmin. Impressions d'une malade mentale, édit. Gallimard, 1999.
* O Αντρέ Πιερ ντε Μαντιάργκ, υπερρεαλιστής συγγραφέας και ποιητής, ήταν φίλος της Ούνικα Τσυρν και το 1957 ήταν αυτός που παρουσίασε τη δεύτερη έκθεση της με σχέδια σε γκαλερί του Παρισιού.
Πορτραίτο της Unica Zürn από τον Hans Bellmer |
4. Unica Zürn, "Dunkler Frühling", 1967.
Γαλλική έκδοση: "Sombre Printemps", édit. Écriture, 1985.
5. Unica Zürn, "Der Mann im Jasmin. Eindrücke aus einer Geisteskrankheit".
Γαλλική έκδοση: "L 'Homme-Jasmin. Impressions d'une malade mentale", édit. Gallimard, 1999.
6. Unica Zürn, "Ferienzeit im Maison Blanche".
Γαλλική έκδοση: "Vacances à la Maison Blanche, derniers écrits et autres inédits", édit. Joëlle Losfeld. 2000.
* Το "Maison Blanche" είναι ένα ιστορικό ψυχιατρικό άσυλο στο Παρίσι. Στο απόγειο της ασυλιακής εποχής βρισκόταν έγκλειστοι σ' αυτό πάνω από 3.000 πάσχοντες.
7. Georges Bloess, "Corps magiques, corps tragiques: la création destructrice d’Unica Zürn" [Σώματα μαγικά, σώματα τραγικά: η καταστροφική δημιουργία της Ούνικα Τσυρν]. Melusine - Centre de recherches sur le surréalisme. Université de la Sorbonne, 2011.
8. Jean-Claude Marceau, "Unica Zürn: la folie à la lettre" [Ούνικα Τσυρν: η τρέλα κατά γράμμα], Cliniques méditerranéennes (Psychanalyse et psychopathologie freudiennes), n˚ 77, 2008.
9. Unica Zürn, "Le blanc au point rouge" [Das Weisse mit dem roten Punkt, 1959], édit. Ypsilon, 2011.
10. Φαντασίωση που παραπέμπει και σε μια "αυνανιστική" εμπειρία που είχε η Ούνικα ξαπλωμένη μισόγυμνη πάνω στο κρύο τσιμέντο του υπογείου του σπιτιού τους και το σκύλο να τη γλείφει ανάμεσα στα πόδια: «Πάνω στο σκληρό δάπεδο η πλάτη της πονά. Της αρέσει αυτό: να νιώθει πόνο ενώ υποφέρει από απόλαυση.»
11. "Πρότυπο" της αυτοκτονίας για την Unica Zürn στάθηκε αναμφίβολα ένας τρελός της θείος, ονόματι Fallada, που πίστευε πως είχε γεννήσει από το αυτί του ένα πολύ μικρό κοριτσάκι που με τη σειρά του είχε κάνει πάρα πολλά παιδιά. Μια μέρα κατά λάθος το σκότωσε. Αυτοκτόνησε και αυτός πέφτοντας από ένα παράθυρο -μια παράξενη και τρομακτική ιστορία σαν αυτές που πάντα άρεσαν στην Ούνικα από τότε που ήταν πολύ μικρή. Τη διηγείται σε ένα κείμενο της που το περιέλαβε στις "Σάλπιγγες της Ιεριχούς" ['Die Trompeten von Jericho'], μια συλλογή πεζών, ποιημάτων και σχεδίων που συνέθεσε το 1968.
(Barbara Safarova Decharme, L’œuvre d’Achilles G. Rizzoli et d’Unica Zürn dans le cadre de l’art brut. Διδακτορική διατριβή, Université Diderot (Παρίσι), 2008: https://abcd-artbrut.net/)
12. Στη "Σκοτεινή Άνοιξη" βασίζεται η ταινία "Τα παιχνίδια της κόμισσας Ντόλινγκεν του Γκτατς" ['Les Jeux de la comtesse Dolingen de Gratz'] που δημιούργησε το 1981 η Γαλλίδα σκηνοθέτιδα Κατρίν Μπινέ (Catherine Binet), τελευταία σύντροφος του συγγραφέα Ζωρζ Περέκ.
(Dominique de Liège, "Unica Zürn, Bellmer et Perec", ESSAIM - Revue de psychanalyse, 16, 2006.)
13. Jean-Claude Marceau, ό.π..
14. Προσπάθεια απόδοσης από τα γαλλικά του ποιήματος της Unica Zürn "Ο θάνατος είναι ο πόθος της ζωής μου" ['Der Tod ist die Sehnsucht meines Lebens']. Το γαλλικό κείμενο, με το γερμανικό πρωτότυπο, στο άρθρο του Jean-Claude Marceau. (βλέπε υποσημείωση 8)
15. Unica Zürn, MistAKE & autres écrits français, édit. Ypsilon, 2008.
16. Ruth Henry, "Rencontres avec Unica", επίμετρο στο: Unica Zürn, Sombre Printemps, ό.π.
Είναι πολύ όμορφος ο πίνακας .
ΑπάντησηΔιαγραφήΕάν έδινα μορφή στην φαντασία έτσι θα ταν . Θρύλοι,παραδοσεις ,εφευρετικότητα ,τεχνικές.
Θα ζήσω για λίγο με δανεικη φαντασία! Θα διαβάσω ένα βιβλίο . :-)
Όταν πληγωνεσαι από παραμύθια καβαλάς τον δράκο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕύγε, κύριοι Μπελοπουλε και Χατζηαθανασιου! Εκπληκτικό κείμενο, υποδειγματικο! Μας γνωρίσατε μιαν υπέροχη ποιήτρια, μια βασανισμενη ψυχή με "αλλοκοτη" θεώρηση της ζωής, κι όμως τόσο μοναδική! Αγνοούσα πλήρως την ύπαρξη της Τσυρν (τι καλά που μεταγραψατε το όνομά της στα ελληνικά!) και με το κείμενό σας νιώθω σαν να ήταν εδώ μαζί μας. Και πάλι μπράβο σας. Μακάρι να μας δίνετε πιο συχνά τέτοιες εκπληκτικές παρουσιάσεις τόσο αγνωστων αλλά και συνάμα τόσο συγκλονιστικων έργων!
ΑπάντησηΔιαγραφή